Μαύρος απολογισμός, αλλά και αχτίδες ελπίδας
Στον απόηχο της σχολικής χρονιάς που πέρασε και ενάμιση μήνα από την έναρξη της νέας, ο απολογισμός είναι βαρύς. Βαρύς, γιατί η δημόσια εκπαίδευση υπέστη σωρεία αντιεκπαιδευτικών αλλαγών, που κατατρώνε την «καρδιά» της, που είναι ό,τι έχει απομείνει από το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της, χτυπούν ανελέητα τα παιδιά της και το δικαίωμά τους στη μόρφωση και εξανδραποδίζουν τους εργαζόμενούς της, εκπαιδευτικούς.
Η επέλαση των αντιδραστικών μέτρων δεν ήταν «αναίμακτη». Υπήρξαν αντιστάσεις και μάλιστα μαζικές, που στην πλειοψηφία τους, όμως, υπήρξαν ασθενικές, οι οποίες δε μπόρεσαν να αποτρέψουν τη φορά των πραγμάτων, που επέβαλαν υπουργείο Παιδείας, κυβέρνηση και τρόικα. Τον αγώνα απόμειναν να τον δίνουν μόνο οι ευθέως πληγέντες από τα μέτρα, δηλαδή η εκπαιδευτική κοινότητα και αυτή όχι ως σύνολο, καθώς κατατρύχεται από τον σκόπιμο κατακερματισμό και τις ψευτο-αντιθέσεις, που έχουν καλλιεργήσει χρόνια τώρα το σύστημα και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των διαφόρων κλάδων. Η ευρύτερη εργαζόμενη κοινωνία έμεινε άπραγη, παρατηρητής των εγκλημάτων που συντελούνταν σε βάρος στην ουσία των παιδιών της, καθώς φαίνεται να θεωρεί, κάτω από το βάρος της ήττας που υπέστη, των συνεχών χτυπημάτων και της απογοήτευσης, «πολυτέλεια» τον αγώνα για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου και πανεπιστήμιου.
Εκτός, όμως, από τη μη εκδήλωση της ταξικής αλληλεγγύης, που στέρησε τις προβαλλόμενες αντιστάσεις από «καύσιμα», οι αιτίες που ροκάνισαν την οποιαδήποτε συνέχιση και αποτελεσματικότητα ήταν αυτές που κατατρώνε όλο το εργατικό κίνημα: Απουσία ταξικού πόλου, νοοτροπία ανάθεσης, αδυναμία ή και άρνηση ρήξης με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, υποταγή στην αστική νομιμότητα.
Φωτεινές εξαιρέσεις, ασφαλώς υπήρξαν. Εξαιρέσεις που ανοίγουν χαραμάδες ελπίδας για τους αγώνες του μέλλοντος, ένδειξη ότι σιγά-σιγά μπορεί να φτιαχτεί η «μαγιά», που θ’ ανοίξει παράθυρο στην ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Η μαζική, παρατεταμένη, με θαυμαστή εμμονή στο στόχο, με αποφασιστικότητα, απεργία των διοικητικών υπαλλήλων των ΑΕΙ (ιδιαίτερα αυτών του ΕΚΠΑ και του ΕΜΠ), που αναπτύχθηκε σε διαρκή κόντρα με την αστική νομιμότητα και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ήταν μια τέτοια φωτεινή εξαίρεση.
Αξιοσημείωτη επίσης είναι η επιμονή και η αποφασιστικότητα που επιδεικνύουν οι απολυμένες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών. Μια χούφτα γυναίκες, στην πλειοψηφία τους ώριμες ηλικιακά, δε λυγίζουν μπροστά στην τρομοκρατία των ορδών των ΜΑΤ και συνεχίζουν να παλεύουν για το αυτονόητο, για το δικαίωμά τους στη δουλειά, παρά τις αυταπάτες ότι θα βρουν τη δικαίωση μέσα από νομικούς χειρισμούς, που τις παρασέρνουν κάποιες φορές.
Σταχυολογώντας τις πιο σημαντικές από τις αντιδραστικές και αντιεκπαιδευτικές ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν τη χρονιά που πέρασε, αναφέρουμε:
♦ Την ψήφιση με τη διαδικασία του κατεπείγοντος από τη Βουλή λίγο πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς 2013-2014 του νόμου για το «νέο Λύκειο» (ν. 4186/2013). Η μεγάλη και διαρκής επιθυμία του αστισμού να χτυπήσει άγρια και αποφασιστικά την τάση της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή εκπαίδευση υπαγόρευσε τούτο το νόμο. Που εισήγαγε νέους ανυπέρβλητους ταξικούς φραγμούς, ιδιαίτερα επαχθείς για τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Καθιέρωσε έναν απέραντο εξεταστικό μαραθώνιο σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, με εξετάσεις πανελλαδικού τύπου σε όλα τα μαθήματα, αύξησε αποφασιστικά το βαθμό δυσκολίας για την προαγωγή από τάξη σε τάξη και για την απόλυση των μαθητών από το Λύκειο και έκανε πιο περίπλοκο το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στο οποίο συνυπολογίζεται και ο βαθμός όλων των τάξεων του Λυκείου. Προσέφερε με τον τρόπο αυτό άφθονη πελατεία στα φροντιστήρια και ταυτόχρονα υποβάθμισε παραπέρα τη ζωή του δημόσιου σχολείου, καθώς «τελείωσε» οριστικά το μύθο του «αυτόνομου μορφωτικού» χαρακτήρα του Λυκείου, υποτάσσοντας πλήρως τη βαθμίδα αυτή στους μηχανισμούς επιλογής των μαθητών και στις εξετάσεις εισαγωγής στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ.
Το «νέο Λύκειο» είναι το σχολείο της αμορφωσιάς, καθώς βάθυνε παραπέρα η πρώιμη εξειδίκευση. Διατηρούνται επίσης οι δυο τύποι Λυκείου (Γενικό και Επαγγελματικό), καθώς και οι Επαγγελματικές Σχολές (ΣΕΚ), για να γίνει κατανοητό ότι πρέπει να διαχωρίζεται η ήρα από το σιτάρι, η όποια γενική μόρφωση (λέμε τώρα) από τη στενή κατάρτιση, για την οποία είναι προορισμένα τα παιδιά της εργατικής τάξης, ενώ καθιερώθηκε και γενικεύτηκε ο κακόφημος θεσμός της «μαθητείας», που προσφέρει τσάμπα εργατικό δυναμικό στο κεφάλαιο.
Το «νέο Λύκειο» είναι ένα σχολείο για την ελίτ, γι’ αυτούς που μπορούν να παλέψουν με τους νέους ταξικούς φραγμούς με καλύτερους όρους, επειδή διαθέτουν το ανάλογο μορφωτικό επίπεδο αλλά και την ανάλογη «τσέπη», αφού οι αμέτρητες εξετάσεις σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, σαφώς αναβαθμισμένης δυσκολίας, απαιτούν και πρόσθετη στήριξη και συνταγές επιτυχίας, προς τέρψη των εμπόρων της γνώσης.
Τα τραγικά αποτελέσματα αυτών των νέων σκληρότερων όρων προαγωγής και απόλυσης (θέματα επιλεγμένα σε ποσοστό 50% από τράπεζα θεμάτων, νέος τρόπος υπολογισμού της βαθμολογίας), που εφαρμόστηκαν φέτος για πρώτη φορά στην Α΄ Λυκείου, τα είδαμε πρόσφατα. Μόνο έπειτα από τέσσερις αλλαγές-παρεμβάσεις στον τρόπο υπολογισμού της βαθμολογίας, ώστε να διατηρηθεί ανέπαφη η ουσία της μαθητοκτόνας τράπεζας θεμάτων, έγινε κατορθωτό να μην είναι μετεξεταστέοι για το Σεπτέμβρη ένας στους τέσσερις μαθητές (το 25% των μαθητών κατά μέσο όρο) και το ποσοστό αυτό να πέσει στο 19% περίπου, σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας (τις προηγούμενες χρονιές κυμαίνονταν στο 5% περίπου).
♦ Την αύξηση των μαθητών ανά τμήμα στα δημοτικά σχολεία και τα νηπιαγωγεία, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για πολυπληθή τμήματα των 28 μαθητών (25+10%). Η ρύθμιση έγινε με Υπουργική Απόφαση (αρ. πρωτ. Φ.12/622/129803/Γ1, 16-9-2013) και πλήττει βάναυσα την ποιότητα της μαθησιακής διαδικασίας.
♦ Την τροπολογία-προσθήκη που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο του ΥΠΕΚΑ «Ρυθμίσεις θεμάτων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και άλλες διατάξεις», σύμφωνα με την οποία καθιερώνεται καθημερινός ασφυκτικός ηλεκτρονικός έλεγχος του ωραρίου των εκπαιδευτικών.
Ο διευθυντής κάθε σχολικής μονάδας και ο προϊστάμενος κάθε άλλης υπηρεσιακής μονάδας του ΥΠΑΙΘ είναι αρμόδιος και υπεύθυνος για την καθημερινή τήρηση και σύνταξη «Βιβλίου Παρουσίας Προσωπικού» (ΒΠΠ) για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης. Αντίστοιχα, το εκπαιδευτικό προσωπικό της σχολικής ή υπηρεσιακής μονάδας είναι υπεύθυνο για την καθημερινή τήρηση και σύνταξη του «Ατομικού Δελτίου Παρουσίας Προσωπικού» (ΑΔΠΠ). Στόχος αυτής της ρύθμισης είναι να λοιδορηθούν οι εκπαιδευτικοί, να εμφανιστούν στην «κοινή γνώμη» ως «κοπανατζήδες», «επίορκοι» και τα συναφή και να βγουν λάδι το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση, που με την πολιτική τους έχουν οδηγήσει το δημόσιο σχολείο σε ασφυξία, τους μαθητές στην απόγνωση, τους γονείς σε οικονομική αιμορραγία και τους εκπαιδευτικούς στην πείνα.
♦ Την εφαρμογή της αύξησης του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας κατά 2 ώρες, με αποτέλεσμα χιλιάδες εκπαιδευτικοί να χαρακτηρίζονται υπεράριθμοι στην περιοχή τους. Το μέτρο, που πάρθηκε λίγο πριν τις εξετάσεις του Μαΐου-Ιουνίου του 2013 απετέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της αγανάκτησης. Το υπουργείο Παιδείας ματαίωσε άρδην τη σκέψη και μόνο για απεργία μέσα στις εξετάσεις επιστρατεύοντας εκ προοιμίου τους καθηγητές!
♦ Τον συνεχιζόμενο σαρωτικό αφανισμό εκατοντάδων σχολείων από τον εκπαιδευτικό χάρτη (επί υπουργίας Διαμαντοπούλου το 2011 αφανίστηκαν διά μιας 1.056 σχολεία, ενώ συγχωνεύθηκαν 1.933 σχολεία). Οι μαθητές χάνουν το σχολειό της γειτονιάς τους, του χωριού τους. Η τακτική αυτή του υπουργείου Παιδείας έχει ταξικό πρόσημο. Τα σχολεία που συγχωνεύονται ή καταργούνται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών των μεγάλων αστικών κέντρων, της απομακρυσμένης επαρχίας, των περιοχών προλεταριακού και αγροτικού πληθυσμού.
♦ Τα εκατοντάδες κενά σε εκπαιδευτικούς ακόμη και στο τέλος της σχολικής χρονιάς, τις χιλιάδες «χαμένες» διδακτικές ώρες, τους μηδενικούς διορισμούς εκπαιδευτικών, τις προσλήψεις αναπληρωτών (στην πλειοψηφία τους μέσω ΕΣΠΑ) με το σταγονόμετρο, τις διαλυμένες εργασιακές σχέσεις, τις ανύπαρκτες δαπάνες για τις λειτουργικές ανάγκες των σχολείων, τις υποχρεωτικές μετατάξεις εκπαιδευτικών από τη δευτεροβάθμια στην πρωτοβάθμια, την υποχρέωση των εκπαιδευτικών να πηγαίνουν μέχρι και σε 5 σχολεία, προκειμένου να συμπληρώσουν το διδακτικό τους ωράριο.
♦ Την κατάργηση των διθέσιων νηπιαγωγείων, που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία, με την τροπολογία-σκούπα στο νομοσχέδιο για τις λαϊκές αγορές. Η νέα ρύθμιση, που επιτρέπει μόνο την ύπαρξη μονοθέσιων και πολυθέσιων νηπιαγωγείων, είναι εξαιρετικά ύπουλη. Γιατί διευκολύνει τις συγχωνεύσεις-καταργήσεις τμημάτων, αλλά και νηπιαγωγείων, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό των νηπίων ανά νηπιαγωγό (μία νηπιαγωγός ανά 25 νήπια).
♦ Την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ώστε να επιτευχθεί η συστηματική καθήλωσή τους στις κατώτατες βαθμολογικές κλίμακες, που αντιστοιχούν στους μισθούς πείνας του ενιαίου μισθολόγιου-φτωχολόγιου και η συστηματική τροφοδοσία της δεξαμενής των «πλεοναζόντων» με τους κριθέντες ως «ανεπαρκείς», οι οποίοι θα μεγαλώνουν τις ουρές των απολυμένων. Η «κινεζοποίηση» του εκπαιδευτικού, ασορτί με το σχολείο της αμάθειας και της αγοράς, απαιτεί ένα μείγμα οικονομικά εξαθλιωμένου, ψυχικά και πνευματικά εξανδραποδισμένου και υποταγμένου εργαζόμενου. Το ΠΔ για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (ΦΕΚ 240/5-11-2013) ακολούθησε μια σειρά Αποφάσεων και εγκυκλίων για την εφαρμογή της λεγόμενης «αυτοαξιολόγησης», προπομπό της αξιολόγησης, η οποία, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Παιδείας έπρεπε να γενικευτεί τη χρονιά που πέρασε σε όλα τα σχολεία. Το εγχείρημα συνάντησε σφοδρές αντιστάσεις καταρχάς, οι οποίες στη συνέχεια ατόνησαν με τη βρόμικη τακτική που ακολούθησε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των εκπαιδευτικών, που συνοψίστηκε από τη μια στα μεγάλα λόγια και τις ηχηρές διακηρύξεις και από την άλλη σε νομικούς τακτικισμούς, που τελικά οδήγησαν στην απογοήτευση και στην αποδοχή της αστικής νομιμότητας που επέβαλε το υπουργείο με τον βούρδουλα και την τρομοκρατία του «εντέλλεσθε».
♦ Το γαϊτανάκι των διώξεων σε βάρος όσων αντιστέκονται. Η ενεργοποίηση του φασιστικού πειθαρχικού κώδικα, οι απειλές, η επανεμφάνιση του σπουδαστικού της ασφάλειας, οι κλήσεις μαθητών στα αστυνομικά τμήματα «δι’ υπόθεσίν τους», οι διώξεις εκπαιδευτικών, οι δίκες μαθητών που συμμετείχαν στις μαθητικές καταλήψεις, κ.λπ. έκαναν θραύση. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η νομοθετική ρύθμιση στα σχολεία που γίνεται κατάληψη πάνω από τρεις ημέρες να παρατείνεται το διδακτικό έτος αντίστοιχα.
♦ Την κατάργηση όλων των διατάξεων που δημιουργούσαν ένα στοιχειώδες προστατευτικό πλαίσιο για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς και εξασφάλιζαν, έστω και τυπικά, και σ’ έναν βαθμό, την εποπτεία των ιδιωτικών σχολείων από το υπουργείο Παιδείας. Τα ιδιωτικά σχολεία μεταφέρονται στο υπουργείο Εμπορίου και οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί στο υπουργείο Εργασίας. Στη συνέχεια προσφέρεται νέο μεγάλο δώρο στους σχολάρχες με την τροπολογία-σκούπα στο νομοσχέδιο για τις λαϊκές αγορές: Παρέχεται το δικαίωμα στα ιδιωτικά σχολεία να «αξιοποιούν» τις κτιριακές τους εγκαταστάσεις και το σύνολο των λοιπών υποδομών τους και «σε χρόνους εκτός διδακτικού ωραρίου ή και διδακτικών ημερών, για την παροχή υπηρεσιών μορφωτικού, επιμορφωτικού, πολιτιστικού, ψυχαγωγικού ή αθλητικού σκοπού ή σκοπού φιλοξενίας…». Κοντολογίς, γενικό ξεσάλωμα…
♦ Την πρόθεση του υπουργείου Παιδείας να νομοθετήσει μέσα στο χειμώνα τη «λευκή εβδομάδα» για να αυξήσουν τα κέρδη τους οι μεγαλοξενοδόχοι. Η πρόκληση είναι μεγάλη. Η εκπαιδευτική διαδικασία καθορίζεται από το τζίρο των καπιταλιστών και στη συγκεκριμένη περίπτωση από το τζίρο των επιχειρηματιών ξενοδόχων. Το σχέδιο, συνδεδεμένο με την παράταση της διάρκειας του διδακτικού έτους παραπέμφθηκε για το μέλλον, μετά τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε.
♦ Τη σαρωτική επίθεση ενάντια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Που καταρχάς συρρικνώθηκε με το κακόφημο σχέδιο «Αθηνά», ώστε να επιτευχθούν η δραστικότατη περικοπή των δαπανών, το τσάκισμα της ιστορικά διαμορφωμένης τάσης της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακές σπουδές και η δημιουργία περαιτέρω προϋποθέσεων για την εμπορευματοποίηση του δημόσιου Πανεπιστήμιου και την απόλυτη υποταγή του στην αγορά. Πανεπιστήμια εξαφανίστηκαν από τον ακαδημαϊκό χάρτη και μια εκατοντάδα περίπου Τμημάτων ΑΕΙ και ΤΕΙ (με το βαρύ φόρο αίματος να πληρώνουν τα ΤΕΙ) εξαϋλώθηκαν.
Τα Πανεπιστήμια απογυμνώθηκαν από το διοικητικό τους προσωπικό (ιδιαίτερα τα οκτώ μεγαλύτερα), υποχρεώθηκαν με εκβιασμούς, αλλά και με την πλάτη που έβαλε το καθηγητικό κατεστημένο, να καταρτίσουν τους Οργανισμούς και τους Εσωτερικούς Κανονισμούς, σύμφωνα με το νόμο πλαίσιο-έκτρωμα της Διαμαντοπούλου και δέχθηκαν την αξιολόγηση των δομών τους, που παραπέμπει σε νέους αφανισμούς Σχολών, Τμημάτων, υποδομών και προσωπικού. Την ίδια στιγμή, η (προηγούμενη αλλά και τωρινή) πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας πιέζει για την άμεση εφαρμογή των νόμων Διαμαντοπού-λου-Αρβανιτόπουλου, όσον αφορά τη διαγραφή των λεγόμενων «αιώνιων φοιτητών».
♦ Τις ρυθμίσεις που ανοίγουν το δρόμο στην ουσιαστική κατάργηση του ΔΟΑΤΑΠ, που αντικατέστησε το παλιό ΔΙΚΑΤΣΑ, όταν διαχωρίστηκε η ακαδημαϊκή ισοτιμία τίτλων σπουδών από την ισοτιμία των επαγγελματικών δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτούς τους τίτλους, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την αναγνώριση «πτυχίων» που δίνουν ιδιωτικές κερδοσκοπικές δομές εκπαίδευσης, όπως είναι τα κολέγια, που έχουν συμβληθεί με πανεπιστήμια του εξωτερικού ή πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού που έχουν οργανώσει τις σπουδές τους σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Μπολόνια. Με τροπολογία, που κατατέθηκε στο νόμο για τις λαϊκές αγορές, τα «πτυχία» των κολεγίων μπαίνουν πλέον σε διαδικασίες ισοτιμίας από το ΣΑΕΠ και εμμέσως πλην σαφώς τα κολέγια, που συνεργάζονται με ξένα πανεπιστήμια, τοποθετούνται στη σφαίρα της ανώτατης εκπαίδευσης, «νομιμοποιώντας» τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και στη χώρα μας και παρακάμπτοντας τη συνταγματική επιταγή.
♦ Τις διαθεσιμότητες και τις απολύσεις χιλιάδων εκπαιδευτικών της ΤΕΕ, με την αιφνιδιαστική κατάργηση 49 ειδικοτήτων της και τις διαθεσιμότητες-απολύσεις των διοικητικών υπαλλήλων των ΑΕΙ. Μέχρι σήμερα πάνω από 1700 καθηγητές ειδικοτήτων της ΤΕΕ είναι υπό ομηρία-απόλυση, καθώς έχει παραταθεί το διάστημα της διαθεσιμότητάς τους και ένας στους δύο διοικητικούς καρατομείται. Το δικαίωμα στην επιβίωση (και όχι στη ζωή) έχασαν και οι σχολικοί φύλακες, για να ικανοποιηθεί η εντολή της τρόικας για απολύσεις 15.000 δημόσιων υπάλληλων μέχρι το τέλος του 2014.
Οπως σημειώσαμε και στην αρχή, στον εκπαιδευτικό Αρμαγεδώνα αντιστάθηκε η εκπαιδευτική κοινότητα. Η αντίσταση αυτή είχε διαφορετικές ταχύτητες και διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ξεχώρισε, ασφαλώς, η τετράμηνη σχεδόν απεργία των διοικητικών υπαλλήλων του ΕΚΠΑ και του ΕΜΠ, που έφθασε στην κορύφωση και στην κρίσιμη στιγμή σταμάτησε μόνο ύστερα από τα ύπουλα πισώπλατα μαχαιρώματα, που της κατάφεραν οι δυνάμεις των κομμάτων της κοινωνικής δημαγωγίας που δρουν μέσα στο κίνημα (ΣΥΡΙΖΑ, Περισσός), κάποιοι πανεπιστημιακοί καθηγητάδες καλοθελητές και η υψηλόβαθμη πανεπιστημιακή κάστα, ενώ δεν κατάφεραν να τη λυγίσουν οι συνεχείς τρομοκρατικές απειλές και πράξεις του υπουργείου Παιδείας. Ο συνδυασμός των κάλπικων υποσχέσεων για την επαναπρόσληψη όλων με τις αυταπάτες για ατομικό βόλεμα (ειδικά στο ΕΜΠ), οδήγησαν τελικά στο σπάσιμο της απεργίας στο ΕΜΠ, που άφησε ακάλυπτη και αποδυνάμωσε και την απεργία στο ΕΚΠΑ.
Από τη μεριά του, το φοιτητικό κίνημα στάθηκε αλληλέγγυο στον αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων, χωρίς, όμως, να μπορέσει να μετατραπεί από απλό συμπαραστάτη σε συνοδοιπόρο και συναγωνιστή.
Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η απεργία διάρκειας που πήγε να ξεκινήσει στις αρχές της σχολικής χρονιάς έκλεισε απότομα τον κύκλο της πριν προλάβει καν να αναπτυχθεί, γιατί δεν είχε τα «εσωτερικά καύσιμα» να δώσει έναν τέτοιο απαιτητικό απ’ όλες τις απόψεις υψηλής έντασης αγώνα. Απογοήτευση, ανάθεση, δεσμοί με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, υπονομευτικός ρόλος των δυνάμεων του αστισμού όλων των αποχρώσεων, αδυναμία δημιουργίας ενός ισχυρού και αδιαίρετου, τουλάχιστον εκπαιδευτικού μετώπου με την πρωτοβάθμια, έπαιξαν και εδώ το ρόλο τους σ’ αυτή την εξέλιξη.
Ασφαλώς, ο πιο μαζικός και παρατεταμένος αγώνας στην πρωτοβάθμια ειδικά, αλλά και τη δευτεροβάθμια, ήταν ο αγώνας για την αποτροπή της «αυτοαξιολόγησης» «στην πράξη». Ξεκίνησε μαζικά με μορφές, όμως, που υποδεικνύονταν από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και που ήταν ήπιες, ενώ κινούνταν πάντα μέσα στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού ευπρεπισμού και της αστικής νομιμότητας. Οταν ο αντίπαλος έπιασε το βούρδουλα, ενώ η συνδικαλιστική γραφειοκρατία επέμενε σταθερά στη «νομιμότητα» και στην κατάργηση του νόμου στην πράξη ξεχωριστά από τον καθένα εκπαιδευτικό, το παιχνίδι χάθηκε. Παρόλ’ αυτά, η αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών στην «αυτοαξιολόγηση»-αξιολόγηση, φαίνεται πως προβληματίζει το υπουργείο Παιδείας, ως προς την τακτική που θα ακολουθήσει την επόμενη σχολική χρονιά, χωρίς, όμως, να παραιτείται από την ουσία και το περιεχόμενό αυτού του αντιδραστικού μέτρου.
Κοντολογίς, η επόμενη χρονιά φέρνει εκ των πραγμάτων και την αναγκαιότητα για νέους αγώνες της εκπαιδευτικής κοινότητας. Οι αποτυχίες, οι αδυναμίες του παρελθόντος πρέπει να προβληματίσουν σοβαρά, ειδικά τους ταξικούς ανθρώπους, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για το ξεπέρασμά τους.
Σχόλια