Οι κοκορομαχίες έχουν νικητή
Oταν η ναυαρχίδα της έντυπης προπαγάνδας του «συστήματος Μητσοτάκη» σχολιάζει ουδέτερα το τριήμερο της συζήτησης επί της πρότασης μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, σημαίνει πως ο Μητσοτάκης έχασε, γι’ αυτό και γυρνούν την κουβέντα αλλού. «Οι πολίτες έχουν κουραστεί από τις κοκορομαχίες» γράφουν στο σημερινό editorial τα «Νέα» του Μαρινάκη. Kαι συνεχίζουν: «Σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, οφείλει να λάβει το αίτημά τους (σ.σ. των πολιτών) επιτέλους σοβαρά υπόψη. Το μόνο που θέλει να ακούσει πια η κοινή γνώμη είναι προτάσεις, όχι κορόνες».
Οι αστικές φυλλάδες συνηθίζουν να παρουσιάζουν τις θέσεις τους ως θέσεις των πολιτών, τους οποίους δήθεν εκπροσωπούν με αυθεντικό τρόπο! Οταν τα «Νέα» βάζουν Μητσοτάκη και Τσίπρα στην ίδια μοίρα και τους καλούν «να σταματήσουν τις κοκορομαχίες», σημαίνει πως ο Μητσοτάκης έχασε κατά κράτος. Αν υπήρχε έστω και υποψία υπεροχής του Μητσοτάκη, ξέρουμε τι θα έγραφε η ναυαρχίδα του Μαρινάκη. Θα περνούσε τον Τσίπρα από πριονοκορδέλα, όπως κάνει εδώ και χρόνια, με ιδιαίτερο προσωπικό μένος μάλιστα, γιατί τα στελέχη του Συγκροτήματος δεν ξεχνούν πώς οι Τσιπραίοι «τελείωσαν» τον Ψυχάρη και προσπάθησαν να πάρουν το Συγκρότημα υπό τον έλεγχό τους (μετά εμφανίστηκε ο Μαρινάκης και «σκούπισε» ό,τι υπήρχε πάνω στο μιντιακό τραπέζι).
Θέλετε άλλη ένδειξη; Αξιολογήστε την επίθεση του Μητσοτάκη σε ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ και Ανδρουλάκη προσωπικά. «Δεν θα μπορείτε, κυρίες και κύριοι του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, να μείνετε για πολύ στον εξώστη, με τον αρχηγό σας να δίνει συνεντεύξεις επιτήδειας ασάφειας», είπε, τερματίζοντας την ανακωχή. Αυτό σημαίνει ότι ο Μητσοτάκης φοβάται το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ. Αν συνέβαινε αυτό που ισχυρίζεται η κυβερνητική προπαγάνδα, ότι ο Ανδρουλάκης κόβει ψήφους από τον Τσίπρα και ότι το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ πλησιάζει δημοσκοπικά τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε ο Μητσοτάκης δε θα άνοιγε μέτωπο με το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ και προσωπικά με τον Ανδρουλάκη. Ανοίγεις μέτωπο προς τα εκεί που φοβάσαι.
Και η τελευταία ένδειξη. Ο Μητσοτάκης αναλώθηκε σε εξυπναδούλες και άμυνα. Εξυπναδούλες του τύπου: «Ανακοινώσατε κ. Τσίπρα ότι έχω τελειώσει πολιτικά. Φαντάζομαι ότι είναι τόσο ακριβής αυτή η εκτίμηση όσο όταν λέγατε ότι δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να κερδίσει εκλογές ο κ. Μητσοτάκης». ‘Η του τύπου: «Γιατί θυμήθηκε (σ.σ. ο Τσίπρας) τώρα τις εκλογές, αν όχι για να κλείσει εσωκομματικές πληγές;». Και άμυνα του τύπου: «Δεν παραλείψατε να επιτίθεστε με το γνωστό οργισμένο ύφος σε εμένα με προσωπικούς χαρακτηρισμούς και να εκτοξεύετε διχαστικά διλήμματα. Η αληθινή ζωή δεν χρειάζεται ούτε άλλα ψέματα, ούτε άλλη τοξικότητα»!
Αμυνα και για τον Φουρθιώτη, που ξεκίνησε με τη βλακεία ότι τάχα δεν ήξερε το όνομά του (έτσι και τον άκουσαν στα καφενεία πρέπει να έπεσε πολύ γέλιο). Ομως τον Φουρθιώτη δεν τον ανακάλυψε ο Τσίπρας. Οι ίδιοι οι δεξιοί φρόντισαν να τον κάνουν φίρμα. Και ο εκπεσών αστέρας της trash tv τούς το ανταποδίδει, βγάζοντας φόρα παρτίδα τις τηλεφωνικές επικοινωνίες τους. Φρόντιζε, μάλιστα, να γίνονται με sms για να τους έχει δεμένους. Μέχρι και ότι είναι «σφαγμένος» με τον Βρούτση τού έγραφε ο Μηταράκης! Οσο για τον Γεραπετρίτη, τον έμπιστο του Μητσοτάκη, έναν από τους δερβέναγες του Μαξίμου, το έσχατο επιχείρημά του για να πείσει ότι δεν γνώριζε τον Φουρθιώτη ήταν ότι… του μιλούσε στον πληθυντικό!
Θα ήταν ηλίθιοι οι συριζαίοι αν δεν εκμεταλλεύονταν πολιτικά αυτό το δώρο, στην παραγωγή του οποίου οι ίδιοι δεν είχαν καμιά ανάμιξη. Είπε ο Μητσοτάκης απευθυνόμενος στον Τσίπρα: «Πήρατε αγκαλιά έναν υπόδικο που μεγαλούργησε επί δικών σας ημερών και παραπέμφθηκε στην δικαιοσύνη επί των δικών μας ημερών. Αναρωτιέμαι αν όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν με αυτή την επιλογή σας. Γι’ αυτό την κάνετε τελικά αυτή την πρόταση δυσπιστίας; Για τον κύριο Φουρθιώτη. Είναι τόσο σημαντικός στο πολιτικό στερέωμα;». «Σημαντικό» τον έκαναν οι 12 μπάτσοι που του έδωσε για φρουρά η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Με τόσα νταλαβέρια με τόσους υπουργούς και κομματικά στελέχη, πώς να μην του δώσουν και φρουρά μεγέθους πρωθυπουργού;
Το κορυφαίο που κατά τη γνώμη μας αποκάλυψε τη δύσκολη θέση του Μητσοτάκη ήταν όταν κατηγόρησε τον Τσίπρα ότι είπε άπειρα ψέματα, για να καταλήξει: «Εχω ζητήσει από τους συνεργάτες μου να αποδομήσουμε ένα-ένα τα ψέματα τα οποία είπατε σήμερα στην αίθουσα»! Αυτός ήταν εκεί, μιλούσε, αλλά δεν μπορούσε να αποδομήσει τα ψέματα του Τσίπρα, γι’ αυτό και ζήτησε από τους συνεργάτες του να το κάνουν μετά, τις επόμενες μέρες!
Είναι προφανές ότι ο Μητσοτάκης έχασε στη διάρκεια της τριήμερης κοκορομαχίας. Δεν μπορούσε να μη χάσει. Το Σάββατο, για παράδειγμα, είδε τον Τσίπρα να ετοιμάζεται να την πέσει στον Στυλιανίδη, τον αδύναμο κρίκο της κυβέρνησης στη σημερινή συγκυρία, και έτρεξε κι αυτός στη Βουλή για να απαντήσει στον Τσίπρα. Αυτό το πρελούδιο ήταν για τον Μητσοτάκη χειρότερο από το φινάλε. Γιατί ήταν αναγκασμένος να επαναλάβει την υποκριτική συγγνώμη, παίζοντας ταυτόχρονα την ξεκούρδιστη σύνθεση «φταίνε οι αδυναμίες του κράτους, όχι εμείς».
Ο Τσίπρας έκανε τη σωστότερη επιλογή που θα μπορούσε να κάνει. Εκανε πρόταση μομφής στηριγμένη σ’ αυτά που καίνε τον κόσμο (πανδημία και ακρίβεια) και σ’ αυτό που είδαν όλοι πριν από μερικές μέρες (φιάσκο στη διαχείριση του χιονιά). Εβαλε μέσα και μπόλικο Φουρθιώτη και τα υπόλοιπα τα άφησε στα… καφενεία. Εκεί ξέρουν πώς να διαμορφώνουν τις εκλογικές τάσεις. Τα «γαλλικά» που ακούγονται για κάθε πρωθυπουργό και τους υπουργούς του προδιαγράφουν το μέλλον τους.
Αυτά από την άποψη του αστικού πολιτικού παιχνιδιού. Από την άποψη των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα σ’ αυτά.
Οι τάσεις στην κοινωνία διαμορφώνονται από βιωματικές καταστάσεις. Κι αυτά που έβαλε μπροστά ο Τσίπρας για να δικαιολογήσει την πρόταση μομφής (ακρίβεια, πανδημία, διαχείριση κακοκαιρίας) άπτονται άμεσα αυτών που βιώνει ο ελληνικός λαός. Αυτό το βίωμα προσπαθεί να ενισχύσει ο ΣΥΡΙΖΑ, προσβλέποντας στην εκλογική καταδίκη του Μητσοτάκη και της ΝΔ, όποτε κι αν γίνουν εκλογές. Το έχουμε ξαναγράψει ότι εδώ και χρόνια οι ψηφοφόροι στην Ελλάδα ψηφίζουν αρνητικά. Καταψηφίζουν μια κυβέρνηση, χωρίς να τρέφουν ιδιαίτερες προσδοκίες ότι η επόμενη θα είναι καλύτερη. Ακόμα και τον Γενάρη του 2015, η πλειοψηφία όσων ψήφιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστευαν ότι θα σκίσει τα Μνημόνια μ’ ένα νόμο σε ένα άρθρο και ότι θα κάνει τη Μέρκελ να χορεύει πεντοζάλη. Εκείνο που έλεγαν ήταν το μοιρολατρικό: «Εστω και μια αυξησούλα να δώσει, κάτι θα είναι».
Από τότε που άρχισε να διαμορφώνεται αυτή η εκλογική συμπεριφορά καθιερώθηκε και ο όρος «στρατηγική του ώριμου φρούτου». Δηλαδή, το δεύτερο κόμμα περιμένει να φθαρεί το πρώτο και να πέσει όπως πέφτει ένα ώριμο φρούτο από το δέντρο. Αυτό έκανε ο Μητσοτάκης με την κυβέρνηση Τσίπρα, αυτό κάνει ο Τσίπρας με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Από την άποψη της «στρατηγικής του ώριμου φρούτου» η πρόταση μομφής αυτή τη στιγμή ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει ο Τσίπρας. Βρίσκει την κυβέρνηση στη χειρότερη στιγμή της και προσπαθεί να μεγεθύνει τη φωτογραφία, ώστε να την δουν καλύτερα οι ψηφοφόροι που ήδη είναι αγανακτισμένοι. Ρίχνει λάδι στη φωτιά που ήδη καίει.
Και φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: τι νόημα έχουν όλα αυτά; Για τη ΝΔ, για το ΠΑΣΟΚ, για το ΚΙΝΑΛ και τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα έχουν νόημα, καθώς αφορούν την εκλογική τους στρατηγική. Στους συνεχείς κύκλους της αστικής πολιτικής κάποιο κόμμα κερδίζει, κάποιο χάνει, τα υπόλοιπα απλώς αναπαράγονται. Εχουν όμως περάσει πολλά χρόνια από τότε που αυτοί οι πολιτικοί κύκλοι αφορούσαν την εργαζόμενη κοινωνία και τις ανάγκες της. Τότε που μπορούσες να διακρίνεις κάποιες διαφορές ανάμεσα στη συντηρητική και τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της αστικής κυβερνητικής εξουσίας.
Αυτές οι διαφορές καθορίζονταν από την ένταση των εργατικών και λαϊκών αγώνων. Για να μπορέσει να εξασφαλίσει τη συνέχειά του το σύστημα αναγκαζόταν να κάνει κάποιες παραχωρήσεις. Πλέον, όμως, όλα κινούνται με αυτόματο πιλότο. Δείτε τη μνημονιακή δεκαετία 2010-2019. Τόσα κόμματα και τόσοι συνδυασμοί κομμάτων άλλαξαν στην κυβερνητική εξουσία, όμως η μνημονιακή πολιτική δεν άλλαξε στο ελάχιστο.
Αντίθετα, μετά την ήττα των πρώτων αντιστάσεων, κάπου στην αρχή του 2012, η προσμονή για κάποια –μικρή έστω- αλλαγή απέκτησε καθαρά εκλογικό χαρακτήρα. Ολες οι ελπίδες εναποτέθηκαν στο μαγικό χαρτί που θα πέσει στην κάλπη. Και είδαμε τα αποτελέσματα.
Με την εργατική τάξη και το λαό απόντες από το προσκήνιο, από το προσκήνιο των διεκδικήσεων και των αγώνων, τα αστικά κόμματα έχουν όλη την άνεση να καυγαδίζουν, να στήνουν κακόγουστα σόου στη Βουλή ή στα ραδιοτηλεοπτικά στούντιο. Θυμίζουν περιοδεύοντα μπουλούκια που προσπαθούν να τραβήξουν πελατεία σε επαρχιώτικα πανηγύρια περασμένων δεκαετιών. Η δύναμη του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, όμως, τους εξασφαλίζει πελατεία κι αυτό είναι το μέγα κέρδος για το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.
Σχόλια