Κινηματογραφική προβολή 5/12/13: ΡΑΣΟΜΟΝ
Φίλοι και φίλες γειά χαρά
Ο κινηματογραφικός μας Δεκέμβρης ξεκινά με ένα από τα πιο ‘‘δυνατά χαρτιά’’ του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Αυτή την Πέμπτη 5 Δεκέμβρη & ώρα 9.30 μ.μ., θα προβληθεί το
Ρ Α Σ Ο Μ Ο Ν
RASHŌMON | Ιαπωνία 1950 | Ασπρόμ. | διάρκεια: 1h 28’
Σκηνοθεσία: Άκιρα Κουρόσαβα
Σενάριο: Άκιρα Κουρόσαβα και Σίνομπου Χασίμοτο, βασισμένο σε δύο διηγήματα του Ριούνοσκε Ακουτάγκαβα
Μουσική: Φουμίο Χαγιάσακα
Φωτογραφία: Καζούο Μιγιάγκαβα
Παίζουν: Τοσίρο Μιφούνε, Μασάγιουκι Μορί, Μάτσικο Κιό, Τακάσι Σιμούρα,
Μινορού Τσιάκι, Κιτσιτζίρο Ουέντα, Νορίκο Χόνμα, Ντάισκε Κατό
Κάποιες
από τις ταινίες που χαρακτηρίζονται αριστουργήματα, κερδίζουν αυτόν τον
τίτλο όχι μόνο για την προφανή καλλιτεχνική τους αξία, τα βραβεία με τα
οποία έχουν τιμηθεί ή τη θέση που έχουν στη φιλμογραφία των δημιουργών
τους.
Το Ρασόμον (1950) του Άκιρα Κουρόσαβα,
κατέχει βασική θέση στην ιστορία του κινηματογράφου, επειδή σημαίνει
κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό στην εξέλιξη αυτής της τέχνης. Θεωρούμενη
ως η ταινία χάρη στην οποία η Ακαδημία Κινηματογράφου θέσπισε το Όσκαρ
ξενόγλωσσης ταινίας (αφού απένειμε στον Κουρόσαβα μια ειδική διάκριση),
άνοιξε νέους δρόμους στη διακίνηση της τέχνης, καθώς και στον τρόπο
κινηματογράφησης και αφήγησης.
Τιμούμενη
με το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ Βενετίας, ήταν ίσως η πρώτη ταινία
που έκανε γνωστό το ασιατικό -και δη το ιαπωνικό- σινεμά στον δυτικό
κόσμο. Ο Κουρόσαβα εισήγαγε νέες τεχνικές στον τρόπο χρήσης της κάμερας
και του σεναρίου. Σύμφωνα με τους κινηματογραφικούς ιστορικούς, είναι η
πρώτη φορά που η κάμερα γυρίζει και ‘βλέπει’ απευθείας τον ήλιο - έναν
ήλιο που θαμπώνει τη δράση στα διαδοχικά φλας μπακ, ενώ η αφήγηση στο
κινηματογραφικό παρόν πραγματοποιείται υπό καταρρακτώδη βροχή.
‘‘Με
ένα καλό σενάριο, ένας καλός σκηνοθέτης μπορεί να γυρίσει αριστούργημα.
Με το ίδιο σενάριο ένας μέτριος σκηνοθέτης μπορεί να κάνει ένα
αξιοπρεπές φιλμ. Ομως, με ένα κακό σενάριο, ακόμη και ένας καλός
σκηνοθέτης δεν μπορεί να κάνει καλή ταινία. Για την πραγματική
κινηματογραφική έκφραση, η κάμερα και το μικρόφωνο πρέπει να μπορούν να
διαπερνούν και τη φωτιά και το νερό. Το σενάριο πρέπει να έχει τη δύναμη
να το κάνει αυτό’’.
Το σενάριο του Ρασόμον, που ο Κουρόσαβα έγραψε μαζί με τον Σίνομπου Χασίμοτο από δύο μικρές ιστορίες του Ριούνοσκε Ακουτάγκαβα, έχει αυτή τη δύναμη.
Ένας
σαμουράι με τη σύζυγό του ταξιδεύουν μέσα στο δάσος, όταν συναντούν
έναν περιβόητο ληστή. Ο ληστής, από πόθο για τη γυναίκα του σαμουράι,
ξεγελά το ζεύγος και συνουσιάζεται με τη γυναίκα. Ο άνδρας δολοφονείται.
Την ιστορία αυτή ο θεατής ακούει από τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους, σε ισάριθμες – αντικρουόμενες μεταξύ τους – εκδοχές:
1. Ο ληστής υποστηρίζει
οτι σαγήνευσε τη γυναίκα, έκανε έρωτα μαζί της και σκότωσε τον άνδρα
της σε έντιμη ξιφομαχία. Όμως η γυναίκα, μόλις είδε τον άνδρα της νεκρό,
το έσκασε. Ο ληστής πήρε το άλογο και τα δύο σπαθιά και έφυγε.
2. Η γυναίκα καταθέτει
οτι βιάστηκε από τον ληστή, χωρίς τη συναίνεση της. Ο ληστής έφυγε.
Μετά ελευθέρωσε τον άνδρα της, ο οποίος όμως την αντιμετώπιζε με βλέμμα
περιφρονητικό. Εκείνη, σε κατάσταση παραφροσύνης, άρπαξε το στιλέτο και
μάλλον σκότωσε τον άνδρα της, λίγο πριν λιποθυμήσει. Όταν συνήλθε, το
έβαλε στα πόδια.
3. Ο νεκρός άνδρας,
επικοινωνώντας μέσω ενός μέντιουμ, επίσης διηγείται την ιστορία: Ο
ληστής βίασε τη γυναίκα του και μετά της εξομολογήθηκε τον έρωτά του για
αυτήν. Εκείνη τον πίστεψε και αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Ζήτησε όμως
από τον ληστή να σκοτώσει τον άνδρα της. Ο ληστής αηδίασε από τη
γυναίκα και είπε στον άνδρα ότι μπορεί να τη σκοτώσει. Η γυναίκα το
έσκασε. Ο ληστής ελευθέρωσε τον άνδρα και τελικά ο άνδρας αυτοκτόνησε
από τη ντροπή του.
4. Ο ξυλοκόπος,
ο οποίος αρχικά ανέφερε οτι απλώς είχε βρει το πτώμα, αποδεικνύεται
μάρτυρας των περιστατικών και παρουσιάζει και αυτός μία εκδοχή των
γεγονότων: Ο ληστής βίασε τη γυναίκα, αλλά μετά την παρακάλεσε να τον
παντρευτεί. Εκείνη ελευθέρωσε τον άνδρα της και παρακίνησε και τους δυο
να μονομαχήσουν για χάρη της. Οι άνδρες μονομάχησαν και ο ληστής σκότωσε
τον άνδρα.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι κινηματογραφημένες οι ιστορίες αυτές φανερώνει την οπτική του κάθε αφηγητή.
Έτσι,
στην ιστορία του ληστή, το σεξ είναι συναινετικό και η μονομαχία
ηρωική. Οι δύο άνδρες μοιάζουν με έμπειρους ξιφομάχους, σε αντίθεση με
την ιστορία του ξυλοκόπου όπου αποδεικνύονται αδέξιοι, δειλοί και
ανίκανοι. Χαρακτηριστικές οι λήψεις της πρώτης ιστορίας, οι οποίες
παρουσιάζουν με ηρωικό ύφος και μουσική τον ληστή να καλπάζει με το
άλογο. Σε αυτή την ιστορία ο ληστής υπερβάλλει για τη δύναμη και τον
ηρωισμό του.
Στη
δεύτερη ιστορία, η γυναίκα τονίζει τον ρόλο της ως τραγικό θύμα. Αν και
παραδέχεται οτι σκότωσε τον άνδρα της, φροντίζει να δώσει στον εαυτό
της τα κατάλληλα ελαφρυντικά: την προσωρινή τρέλλα και τη λιποθυμία.
Ο νεκρός άνδρας στην ιστορία του υποστηρίζει ότι εκείνος στάθηκε στο ύψος της τιμής των σαμουράι και αυτοκτόνησε.
Σταδιακά
ο θεατής τείνει να πιστεύει ότι η ιστορία εξελίχθηκε όπως την
περιγράφει ο ξυλοκόπος, που φαίνεται να μην έχει κάτι να κρύψει και
είναι ο μόνος που δεν ομολογεί φόνο. Αποδεικνύεται όμως ότι έκλεψε το
στιλέτο, το οποίο – και όχι το σπαθί – είναι το φονικό όπλο, όπως
φαίνεται στις ιστορίες της γυναίκας και του άνδρα. Ο ξυλοκόπος μπορεί να
ψεύδεται, για να μην εστιαστεί το ενδιαφέρον των ακροατών στην κλοπή
του στιλέτου. Οπότε, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η αξιοπιστία του ως
μάρτυρα τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Το έργο επιχειρεί να προσεγγίσει από τέσσερις διαφορετικές πλευρές
ένα γεγονός, προσφέροντας στον θεατή όσο το δυνατόν περισσότερες
λεπτομέρειες ώστε να το κατανοήσει καλύτερα και να φτάσει στην αλήθεια.
Οι επιπλέον όμως περιγραφές, οι επιπλέον εκδοχές, αντί να οδηγήσουν στην
καλύτερη κατανόηση και στην αντίληψη της αλήθειας, τελικά απομακρύνουν
τον θεατή από αυτό το στόχο.
Όταν ο ξυλοκόπος, στην αρχή της ιστορίας, διηγείται πώς βρήκε το πτώμα στο δάσος, ο σκηνοθέτης δημιουργεί μιαν αφύσικα μακρόχρονη και λεπτομερή
σκηνή του ξυλοκόπου που διασχίζει το δάσος. Η σκηνή αυτή, αφηγηματικά,
δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό, δεν βοηθά την εξέλιξη του μύθου, δεν
υπακούει στον κανόνα της οικονομίας του χρόνου. Ο τρόπος όμως με τον οποίο είναι κινηματογραφημένη δηλώνει τον στόχο του σκηνοθέτη.
Στη σκηνή αυτή, ο θεατής έχει την ευκαιρία να δεί από όλες τις οπτικές
γωνίες τον ξυλουργό που κινείται στο δάσος: υπάρχουν πλάνα που τον
παρουσιάζουν από πίσω, από κάτω προς τα πάνω, από μπροστά, από δεξιά
προς αριστερά, από αριστερά προς δεξιά κτλ. Τα πλάνα αυτά, όμως, αν και
παρέχουν πλήθος από οπτικές πληροφορίες στον θεατή, περισσότερο τον
μπερδεύουν, παρά κάνουν καλύτερα αντιληπτή την κίνηση του ξυλοκόπου μέσα
στο χώρο.
Η
υπόθεση κλείνει εκεί από όπου άρχισε. Ο μοναχός, ο ξυλοκόπος και ο
περιπλανώμενος βρίσκονται στα ερείπια του ιερού, προφυλαγμένοι από τη
βροχή. Ο περιπλανώμενος δηλώνει ότι όλοι λένε ψέματα και αναγκάζει τον
ξυλοκόπο να ομολογήσει την κλοπή του στιλέτου. Ο ίδιος κλέβει τα
υπάρχοντα του εγκαταλελειμμένου βρέφους. Μπροστά σε αυτές τις πράξεις, ο
μοναχός απελπίζεται για το ανθρώπινο γένος. Πιστεύει ότι, από τη στιγμή
που κανείς δεν λέει την αλήθεια και κανείς δεν μπορεί εμπιστευτεί τον
άλλο, οι άνθρωποι οδεύουν προς την καταστροφή. Όταν ο ξυλοκόπος
προσφέρεται να υιοθετήσει και να μεγαλώσει το μωρό, ο μοναχός ελπίζει
και πάλι στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου.
Από το έργο φαίνεται να προβάλλει η ιδέα ότι ο άνθρωπος, ακόμα και όταν κοιτάζει το ατομικό του μόνο συμφέρον, ακόμα και όταν κλέβει και λέει ψέματα, έχει μέσα του κάποια στοιχεία καλοσύνης, τα οποία μπορούν να βγουν στην επιφάνεια. Ο ίδιος άνθρωπος είναι ικανός για το καλό και το κακό.
Σε
δεύτερη ανάγνωση, ο θεατής, απομακρυνόμενος λίγο από την πιο πάνω ηθική
διάσταση, μπορεί να διακρίνει ένα φιλοσοφικό ζήτημα που είναι πιο
ενδιαφέρον: αντί να υποθέσει ότι όλοι οι αφηγητές του έργου είναι
υστερόβουλοι ψεύτες και δεχτεί ότι καθένας τους είναι πεπεισμένος ότι
διηγείται την αλήθεια, τότε προκύπτει το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να οριστεί η αντικειμενική αλήθεια, αφού η αντίληψη των γεγονότων συνδέεται πάντοτε σφιχτά με την υποκειμενική μας ερμηνεία;
Ο
Κουρόσαβα δεν ενδιαφέρεται να δώσει λύση. Το φινάλε δεν σημαίνει και
‘εξήγηση’ και ο θεατής μένει με την απορία ενός από τους χαρακτήρες,
όπως εκφράζεται στην αρχή της ταινίας: ‘‘Δεν καταλαβαίνω τίποτα’’.
Ο δημιουργός δεν ενδιαφερόταν για μια συγκεκριμένη απάντηση, αλλά για
την υποκειμενική άποψη, έστω κι αν η μία ανέτρεπε τις άλλες.
Ο ιδιοφυής αυτός τρόπος αφήγησης, σε συνδυασμό με τις καινοτόμες τεχνικές λήψης της κάμερας (που κρατά στα χέρια του ο περίφημος Καζούο Μιγιάγκαβα), συνετέλεσαν σε ένα δομικό φιλοσοφικό αριστούργημα,
σημείο έμπνευσης και αναφοράς για όλες τις έκτοτε κινηματογραφικές
γενιές, που αποτίνουν φόρο τιμής στη φιλμική πρωτοπορία του Κουρόσαβα,
με κλασικό παράδειγμα τους Συνήθεις Ύποπτους (1995) του Μπράιαν Σίνγκερ.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας (υπότιτλοι στα αγγλικά)
>> Η ταινία θα προβληθεί στην καινούργια, αποκατεστημένη έκδοση.
*Ραντεβού στην αίθουσα του Εργατικού Κέντρου, στη Χαλκίδα
*Ώρα έναρξης: 9.30 μ.μ.
*Είσοδος ελεύθερη
Η κινηματογραφική ομάδα σινεφιλμ
Σχόλια