Μείωση πληθυσμού με αυξανόμενο ρυθμό

 


Από το 2010 και μετά, ο πληθυσμός της Ελλάδας όχι μόνο βαίνει μειούμενος, αλλά και με αυξανόμενο ρυθμό. Σύμφωνα  με τα στοιχεία του Worldometer, ο πληθυσμός της Ελλάδας αυτή τη στιγμή φτάνει τα 10.347.000. Στο τέλος του 2020, ανερχόταν στα 10.423.054. Μιλάμε δηλαδή για μία μείωση της τάξης των 76,000 ανθρώπων μέσα σ’  ένα χρόνο. Μέχρι το 2004, που ο πληθυσμός έστω και με φθίνοντα ρυθμό και με το συνυπολογισμό των μεταναστών αυξανόταν, είχε ανέλθει στα 11.234.992. Από τότε μέχρι σήμερα,  η Ελλάδα έχει χάσει κοντά 900.000 κατοίκους και 76.000 μόνο από πέρσι. Σε αυτό συνέβαλαν, πέρα από την υπογονιμότητα, και η έκρηξη της μετανάστευσης στο εξωτερικό λόγω των μνημονίων. 

Με βάση τις προγνώσεις, το έτος 2050 μ.Χ. , ο πληθυσμός της χώρας θα έχει πέσει στα 9,029,249.

Για να φτάσουμε στο σημερινό αποτέλεσμα, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είχε αρχίσει σταδιακά να μειώνεται από πολύ νωρίτερα, με αποτέλεσμα να ήταν από δεκαετίες βέβαιο ότι θα έπαυε να είναι θετικός και ότι θα γινόταν αρνητικός.

Το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας είχε αρχίσει ήδη να γίνεται από πολύ νωρίς ορατό, όπως φαίνεται από το ψήφισμα της Βουλής του 1993. Παρά το γεγονός ότι οι βουλευτές όλων των κομμάτων το ψήφισαν τότε, καμμία από τις κυβερνήσεις δεν έλαβε τα ενδεδειγμένα μέτρα για να προληφθούν οι σημερινές εξελίξεις.

Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ήταν ανοδικός μέχρι το 1978 που έφτασε το 1,45%. Άρχισε για πρώτη φορά να πέφτει μέχρι το 1987, που κατρακύλησε στο 0,45%. Όσο περίεργο και αν φαίνεται, άρχισαν στο σημείο αυτό να επιδρούν οι αρνητικές επιπτώσεις της ανόδου του βιοτικού επιπέδου. Τα παιδιά λιγόστεψαν, διότι αυξήθηκαν το επίπεδο και το κόστος των αναγκών που απαιτείτο για την ανατροφή τους. Παράλληλα, αυξήθηκε και ο μέσος όρος ηλικίας του γάμου καί της απόκτησης της ιδιότητας του γονέα. Μετά το 1987, φαίνεται να υπάρχει κάποια άνοδος του ρυθμού μέχρι το 1993 που έφτασε ξανά το 1,09%. Όμως, η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στη μετανάστευση από το εξωτερικό, το πρώτο κύμα της οποίας εκδηλώθηκε μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού”.

Ο δείκτης γονιμότητας, που ήταν 2,06 το 1985, έπεσε απότομα στο 1,53 το 1990, 1,38 το 1995, 1,31 το 2000, 1,29 το 2005, για να ανέβει ελάχιστα το 2010 στο 1,42 και να σταθεροποιηθεί μεταξύ 2015 και 2020 στο 1,34. Η μείωση του δείκτη γονιμότητας αντιστοιχεί σε μία περίοδο ανόδου του βιοτικού επιπέδου και των καταναλωτικών αναγκών. Η Πολιτεία δεν ανέβασε αντίστοιχα το επίπεδο της φροντίδας για την οικογένεια, προκειμένου να υπάρχει η υποδομή, όποιο ζευγάρι το επιθυμούσε και ιδίως η μητέρα να μπορεί να τεκνοποιήσει χωρίς εμπόδια. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αύξηση του καταναλωτικού πλουτισμού έφερε μέσα του το σπέρμα της αυξανόμενης πτωχείας σε γονιμότητα. Κοντά στον υλικό παράγοντα, με τις αυξημένες υλικές και καταναλωτικές απαιτήσεις της ανατροφής ενός παιδιού, συμβάλλει και ο πνευματικός, με την η έξαρση της ατομοκρατίας: Μιας εκδοχής του Υλισμού που καλλιεργεί την εγωκεντρική φροντίδα, σε βαθμό που να καθιστά πάρεργο τη φροντίδα κάποιου Άλλου, η οποία περιλαμβάνει και την απόκτηση παιδιού ή παιδιών. Εκδήλωση του πνεύματος αυτού είναι και η λογική της κάλυψης των κενών που δημιουργούνται από τη γήρανση του πληθυσμού με εισαγόμενους πληθυσμούς, οι οποίοι θα έχουν μειωμένα δικαιώματα και ως εκ τούτου θα είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Μια λογική που οδηγεί στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανεμογεννήτριες: Μικρό όφελος - μεγάλη καταστροφή λένε τώρα οι επιστήμονες.

Σχόλιο