Το φάσμα του «μεγάλου συνασπισμού»
Αν δεν υπήρχαν τα απερίγραπτα καραγκιοζιλίκια στον ΣΥΡΙΖΑ, τότε το αστικό μιντιακό σύστημα θα διακωμωδούσε δεόντως αυτά που συνέβησαν στο ΠΑΣΟΚ, τα οποία δεν στερούνταν κωμικότητας. Ομως, επειδή πρέπει να υπάρχει και μια «σοβαρή» αντιπολίτευση, το σύστημα έσπευσε να εξάρει τον «πολιτικό πολιτισμό» που επέδειξαν οι πασόκοι.
Ο Ανδρουλάκης καθάρισε «πολλά με λίγα» τον Δούκα, ο οπιοίος από το πασοκικό ακροατήριο αντιμετωπίστηκε σαν ένα υπερφίαλο μηδενικό. Οι πιο δεξιοί ψηφοφόροι (αυτοί που στήριζαν τον Γερουλάνο και την Διαμαντοπούλου) ψήφισαν σχεδόν «μονοκούκι» τον Ανδρουλάκη σε όλες τις περιφέρειες (πλην της Ηπείρου, όπου ο Δούκας ήταν μπροστά με βραχεία κεφαλή). Και να λείπουν τα πονηρούτσικα δεξιά σχόλια, ότι οι ψηφοφόροι της Αθήνας «μαύρισαν» τον Δούκα που οι ίδιοι είχαν ψηφίσει για δήμαρχο. Στις δημοτικές εκλογές ψήφισαν οι εκλογείς της Αθήνας, ενώ στις πασοκοεκλογές ψήφισαν όσοι κατοικούν στην Αθήνα. Δεν υπήρχε καμιά απαίτηση να ψηφίσουν στις εκλογικές τους περιφέρειες, οπότε ψήφισαν όλοι στην Αθήνα. Μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικά εκλογικά σώματα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Δούκας έχασε με τεράστια διαφορά και πλέον δεν έχει άλλη επιλογή από το να κάνει τον… δημαρχούκο και να κοιτάξει μέσω της Αθήνας να κερδίσει πόντους στο αστικό πολιτικό στερέωμα και να στήσει τον προσωπικό εκλογικό μηχανισμό του.
Ο Ανδρουλάκης είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να δώσει ρόλους στους ανθυποψηφίους του. Του το θύμισε η «ξινισμένη» Διαμαντοπούλου κατά την ίδια τη βραδιά του δεύτερου γύρου, δηλώνοντας πως ούτε ο Ανδρουλάκης πήρε το 60% του ΠΑΣΟΚ ούτε ο Δούκας το 40% και πως ο πρώτος πρέπει να αναγνωρίσει τη νέα «ανθρωπογεωγραφία» του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή να της αναγνωρίσει ρόλο ως αρχηγού φράξιας.
Το πιθανότερο είναι πως ο Ανδρουλάκης θα το κάνει, καθώς πλέον είναι απαλλαγμένος από το άχθος του αποτελέσματος των ευρωεκλογών και μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές δεν μπορούν να τον αμφισβητήσουν δυνατά. Αν τους βάλει στο παιχνίδι, δίνοντάς τους κάποιους ρόλους, θα έχει τουλάχιστον μισό χρόνο στη διάθεσή του χωρίς σοβαρά εσωκομματικά προβλήματα (μέχρι να γίνει συνέδριο του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ).
Αποτελούν τα παραπάνω εχέγγυα για ανάδειξη του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ σε νικητή των επόμενων βουλευτικών εκλογών; Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι εκλογές θα γίνουν στα μέσα του 2027 (κάτι που δεν είναι σίγουρο), κανένας δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να «δει» το ΠΑΣΟΚ να εκτινάσσεται από το παρά κάτι 12% σε ένα ποσοστό της τάξης του 30%. Δεν βρισκόμαστε στην περίοδο του 2012-2015, κατά την οποία εκτινάχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Τότε υπήρχε το αντιμνημονιακό λαϊκό ρεύμα και ο ΣΥΡΙΖΑ το καβάλησε με επιτυχία, έχοντας επικεφαλής του ένα γοητευτικό πρόσωπο, τον Τσίπρα, που με την αδίστακτη δημαγωγία του κατάφερε να εμφανίζεται σαν ελπίδα για χαλάρωση των μνημονιακών δεσμών.
Αυτή την περίοδο ούτε κάτι αντίστοιχο με το αντιμνημονιακό ρεύμα υπάρχει ούτε ο Ανδρουλάκης διαθέτει τη «γοητεία του αγνώστου», που διέθετε ο Τσίπρας. Ο Ανδρουλάκης είναι ένας αστός πολιτικός του συρμού, μεγαλωμένος στον «πράσινο» κομματικό σωλήνα. Αυτοί που σήμερα τον αποθεώνουν, πριν από τέσσερις μήνες τού καταλόγιζαν ότι δεν μπόρεσε να νικήσει το πολιτικό σούργελο Κασσελάκη και να πάρει τη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές.
Εκείνο που -όπως όλα θα δείχνουν- θα λειτουργήσει για μια ακόμα φορά θα είναι η ήττα του Μητσοτάκη. Οι ψηφοφόροι θα ψηφίσουν ενάντια στον Μητσοτάκη και όχι υπέρ του Ανδρουλάκη. Και επειδή αυτοί που έχουν σιχαθεί τον Μητσοτάκη δεν είναι μόνο σοσιαλδημοκράτες και «κεντρώοι», αλλά είναι και σκληροί δεξιοί, γι’ αυτό οι διαρροές είναι και προς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και προς τα κάθε είδους ακροδεξιά μορφώματα.
Τηρουμένων των αναλογιών, έχουμε ένα κλίμα που θυμίζει αυτό του 2011-2012, όταν απέκτησαν κοινοβουλευτική έκφραση πολιτικά μορφώματα όπως η ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη, από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, και οι ΑΝΕΛ του Καμμένου, από το χώρο της Δεξιάς-Ακροδεξιάς. Μια πανσπερμία κομμάτων με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και με κανένα από τα δύο πρώτα κόμματα να μην έχει αυτοδυναμία, ούτε συμμάχους επαρκείς για να του δώσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα στρώσει το έδαφος για ένα νέο «μεγάλο συνασπισμό», έστω και μετά από δεύτερες εκλογές, όπως έγινε τον Ιούνη του 2012 με τον τριμερή συνασπισμό ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ (Σαμαράς-Βενιζέλος-Κουβέλης).
Θεωρητικά μιλώντας, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να ψιλοανακάμψει και ο ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. σε μέγεθος σαν της ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη το 2012), όμως θα πρέπει το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ να είναι πρώτο κόμμα για να μπορέσουν να συγκυβερνήσουν. Η ενισχυμένη αναλογική του Μητσοτάκη δίνει το μπόνους των επιπλέον εδρών μόνο στο πρώτο κόμμα. Αν πρώτο κόμμα είναι η ΝΔ, τότε πιθανός φαντάζει και ένας κυβερνητικός συνασπισμός της ΝΔ με κάποιο ή κάποια από τα ακροδεξιά μορφώματα (πάντα μετά από δεύτερες εκλογές). Επειδή ο Μητσοτάκης θα είναι ήδη τελειωμένος και απλά θα αναζητά λίγη παράταση ζωής, το πιο συμφέρον γι’ αυτόν ίσως είναι ο «μεγάλος συνασπισμός» με το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, ενδεχομένως και με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και ο Ανδρουλάκης ενδέχεται να μην έχει καλύτερη λύση για να διαιωνίσει τη δική του θητεία στην προεδρία του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, δεδομένου ότι πολλοί (με πρώτο και καλύτερο τον Γερουλάνο, ο οποίος ξαφνικά απέκτησε… προεδρική περπατησιά) του λένε από τώρα πως αν το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ δεν είναι πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, θα πρέπει να παραιτηθεί. Το ίδιο δεν είχε κάνει ο Βενιζέλος από το 2012 μέχρι το 2015; Δεν παραιτήθηκε, αλλά έβγαλε δυο χρόνια ως συγκυβερνήτης του Σαμαρά.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να θυμόμαστε αυτό που λένε οι αστοί πολιτικοί και δημοσιολόγοι: «Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Αυτό σημαίνει πως το σύστημα δεν πρόκειται να μείνει χωρίς κυβέρνηση, επειδή θα κατακερματιστεί η λαϊκή ψήφος ανάμεσα σε περισσότερες αστικές πολιτικές δυνάμεις, χωρίς να λειτουργεί ο παραδοσιακός δικομματισμός.
Αν το καλοσκεφτούμε, ο δικομματισμός στην κλασική του μορφή έσβησε στην Ελλάδα το 2009, όταν το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ κέρδισε τη ΝΔ του Καραμανλή στις εκλογές. Η αμιγής κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεν άντεξε ούτε δυο χρόνια. Ο ΓΑΠ παρέδωσε τη σκυτάλη στον τραπεζίτη Παπαδήμο (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ). Η ΝΔ δεν κατάφερε να φτιάξει αυτοδύναμη κυβέρνηση, παρά τις δύο εκλογές το 2012, και συγκυβέρνησε πρώτα με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και στη συνέχεια μόνο με το ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ που κέρδισε το 2015 είχε ήδη γίνει φαβορί από αουτσάιντερ, χωρίς να ανήκει στον παραδοσιακό δικομματισμό. Το 2019 κέρδισε η ΝΔ του Κούλη, αλλά ο δεύτερος πόλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, συνέχισε να φυλορροεί και δεν φαινόταν ικανός να επανέλθει στην εξουσία, γεγονός που επιβεβαιώθηκε το 2023. Παρά την κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε καν να πάρει τη δεύτερη θέση στις (ενδεικτικές) ευρωεκλογές του 2024.
Ετσι, σήμερα έχουμε μια ΝΔ που φθείρεται ολοένα και πιο γρήγορα, καθώς ο Μητσοτάκης και η κλίκα των φανατικών νεοφιλελεύθερων δεν κάνουν βήμα πίσω, αποφαισμένοι να μείνουν στην ιστορία του ελληνικού αστισμού ως οι πιο σκληροί μεταρρυθμιστές-υπηρέτες του κεφάλαιου, έναν ΣΥΡΙΖΑ υπό εξαέρωση, ένα ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ που δε δείχνει να προχωρά γρήγορα προς την επανάκαμψή του ως πόλος δικομματισμού, και μια πανσπερμία σοσιαλδημοκρατικών μορφωμάτων στ’ αριστερά του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ και ακροδεξιών μορφωμάτων στα δεξιά της ΝΔ.
Θέλοντας και μη, θ’ αναγκαστούν να βρουν κυβερνητική λύση σ’ αυτές τις νέες συνθήκες. Και κανένας δεν ξέρει αν κάποια στιγμή θ’ αποκατασταθεί και πάλι ο παλιός δικομματισμός (με ΝΔ και ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ) ή αν θα πάνε για καιρό με ένα πολυπολικό αστικό πολιτικό σύστημα και συμμαχικές κυβερνήσεις, όπως συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες εδώ και πολλά χρόνια.
Αλλωστε, υπάρχει και το ερωτηματικό του ΣΥΡΙΖΑ. Οπως ο βρεγμένος δε φοβάται τη βροχή, έτσι και οι Τσιπραίοι δεν φοβούνται την ξεφτίλα. Τα έχουν δει όλα, οπότε η απόφασή τους να ξεφορτωθούν τον Κασσελάκη είναι οριστική και μη αναστρέψιμη. Θα κάνουν τα πάντα για να τον ξεφορτωθούν. Αμα θέλει, ας φτιάξει νέο κόμμα κι ας του δώσουν αυτοί που τον έφεραν στην Ελλάδα τα λεφτά που χρειάζεται για να το «τρέξει». Δε θα παραδώσουν αυτοί το ΑΦΜ, τη σφραγίδα, την όποια κομματική περιουσία και την κρατική επιχορήγηση στον Στέκκας, τη Θοδώρα και τον τιτανοτεράστιο Πέτρο Παππά. Σ’ αυτό συμφωνεί και η μικρότερη σε μέγεθος φράξια του Πολάκη, που την περασμένη Κυριακή έκανε «αιμοδοσία» σε μέλη ΚΕ, ώστε να σχηματιστεί η απαραίτητη απαρτία, που αναγκάστηκαν να την δεχτούν και οι κασσελακικοί.
Μπορεί ο Κασσελάκης να πάρει το συνέδριο; Πολύ δύσκολα. Οι άλλοι ελέγχουν το μηχανισμό, ενώ οι κασσελακικοί δεν έχουν την εμπειρία των παλιών συριζαίων στο φραξιονισμό. Αλλά ακόμα κι αν δεν έχουν την πλειοψηφία των συνέδρων, οι συνασπισμένες φράξιες Τσιπραίων, Νίκου Παππά, Πολάκη δε θα διστάσουν να ξανασυμμαχήσουν και να αναβάλουν το συνέδριο. Είπαμε: κανένα ξεφτιλίκι δεν τους τρομάζει πλέον και τίποτα δε θα τους σταματήσει από το να ξεφορτωθούν τον Κασσελάκη.
Οταν τον ξεφορτωθούν, θα δουν τι μπορεί να κάνουν για να αναστηλώσουν το διαλυμένο μαγαζί, ώστε να έχει τη δυνατότητα να παίξει στο πολιτικό παιχνίδι. Κι αν οι κασσελακικοί βουλευτές ανεξαρτητοποιηθούν και ο ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί μπροστά στην απειλή της απώλειας της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μην αποκλείετε να… ξανασμίξουν τ’ αηδόνια, με τους βουλευτές της ΝέΑρ να «τσοντάρουν». Ολα είναι ανοιχτά και δεν έχει νόημα να προσπαθεί κανείς να κάνει προβλέψεις.
Δεν έχει νόημα, όχι μόνο γιατί είναι σαν να προσπαθείς από την Ελλάδα να πιάσεις δεκατριάρι στο πρωτάθλημα Γ’ Εθνικής της Ισλανδίας, αλλά και γιατί αυτού του τύπου η σεναριολογία αποπροσανατολίζει. Αντί ν’ ασχολούμαστε με το αστικό σύστημα εξουσίας, ν’ ασχολούμαστε με κάποιες από τις συνιστώσες του που αντιμετωπίζουν εσωτερική κρίση.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι οι καντρίλιες μέσα στ’ αστικά κόμματα (εδώ έφτασαν να κάνουν μείζον πολιτικό ζήτημα το αν ο Καραμανλής ο δάμαλος και ο Σαμαράς πήγαν στο street party του Μητσοτάκη για τα γενέθλια της ΝΔ), αλλά ο καπιταλισμός και οι πολιτικές που υπηρετούν όλες οι κυβερνήσεις του. Το ζητούμενο δεν είναι αν θα ανασυγκροτηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ κι αν θα σχηματιστεί σοσιαλδημοκρατικό μέτωπο στ’ αριστερά της ΝΔ, για να πάρει τη διαχείριση της αστικής εξουσίας, αλλά αν θα υπάρξει επανάκαμψη της εργατικής τάξης, της νεολαίας, όλων των εργαζόμενων στρωμάτων «στο δρόμο», ώστε να διεκδικήσουν μαχητικά αυτά που όλες οι αστικές κυβερνήσεις-υπηρέτες του κεφάλαιου τούς αρνούνται.
Σχόλια