Γιατί είναι βαθιά λαθεμένο το αίτημα για «εθνικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο»
Τις τράπεζες που στο στάδιο του
ιμπεριαλισμού αποκτούν καθοριστικό και κυρίαρχο ρόλο στην οικονομική
λειτουργία του συστήματος, δυνάμεις που απλώνονται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ
μέχρι τη ΛΑΕ [και τον προεκλογικό «αντιπολιτευτικό» ΣΥΡΙΖΑ], τις
«θέλουν» εθνικοποιημένες. Όλες αυτές οι δυνάμεις συναντιούνται σε ένα
διαχειριστικό πλαίσιο, το οποίο στον πυρήνα των αιτημάτων του έχει την «εθνικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο».
Στην πραγματικότητα η
εθνικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, προϋποθέτει την ανατροπή
του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου ή
αλλιώς του σοσιαλισμού. Και κανένας αγωνιστής της αριστεράς που έχει μια στοιχειώδη επαφή με το μαρξισμό δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι άλλο.
Τι εννοούν όμως οι εκφραστές αυτού του αιτήματος, όταν μάλιστα το προσθέτουν σε κάθε λίστα διεκδικήσεων σωματείων ή συλλόγων; Επειδή
η επανάσταση και ο σοσιαλισμός δε χωρούν σε αιτήματα και δεν μπορεί να
είναι αιτήματα προς τους πολιτικούς εκφραστές (κυβερνήσεις) της αστικής
τάξης, γίνεται προφανές ότι στον ιδεολογικό πυρήνα όσων είναι φορείς του
αιτήματος κυριαρχούν οι ρεφορμιστικές αυταπάτες. Και
σε αυτό το αίτημα συναντιούνται οι αυταπάτες αυτών που βλέπουν τη
μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό μέσα από κοινοβουλευτικά
βήματα και νομοθετήματα, με αυτών που επιδιώκουν την μετεξέλιξη του
κακού καπιταλισμού σε έναν άλλο «εφικτό» καπιταλισμό που θα έχει
«ανθρώπινο πρόσωπο» και που θα γίνει κατορθωτός στα πλαίσια μιας άλλης
διαχείρισης.
Μέλη οργανώσεων και συναγωνιστές που
υιοθετούν αυτό το αίτημα, το δικαιολογούν με το πρόσχημα-προϋπόθεση του
εργατικού ελέγχου ή με την επινόηση ότι δε χωράνε όλα τα αιτήματα στον
καπιταλισμό και ότι με αυτό τον τρόπο «ρίχνουν τροχιοδεικτικά» για το
σοσιαλισμό.
Ανεξάρτητα όμως με το τι
φαντάζεται και τι «εννοεί» η κάθε δύναμη με την προβολή ενός αιτήματος,
αυτό αποκτά το νόημα και το περιεχόμενό του από τις συνθήκες στις οποίες
εκφέρεται. Και στις σημερινές συνθήκες και οι ίδιοι μπορούν να
καταλάβουν πολύ καλά τι προσλαμβάνει ο κόσμος, πώς μεταφράζει το αίτημά
τους και τελικά πού οδηγεί αυτό, ακόμη και αν υποθέταμε ότι οι
προθέσεις τους είναι διαφορετικές. Γιατί όταν σε ένα απεργιακό κείμενο,
κάτω από τα αιτήματα για διορισμούς και αυξήσεις, ακολουθεί η
εθνικοποίηση των τραπεζών, αυτό που καταλαβαίνει ο κάθε εργαζόμενος
είναι ότι αυτή αφορά το «τώρα» και μάλιστα ότι απευθύνεται στην παρούσα
κυβέρνηση. Αυτό άλλωστε το έκαναν σαφές οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όταν
την περίοδο της θερινής (2015) διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ και του
δημοψηφίσματος, συμβάλλοντας στη γιγάντωση των επικίνδυνων και επώδυνων
–όπως αποδείχθηκε– αυταπατών, απευθύνονταν επιτακτικά στην «αριστερή»
κυβέρνηση καλώντας την να προχωρήσει «τώρα» («τώρα είναι η ώρα» έλεγαν) στην
εθνικοποίηση των τραπεζών, κλπ. Γίνεται προφανές, λοιπόν, ότι το αίτημά
τους αφορά τον καπιταλισμό και μάλιστα «πίστευαν» ότι μπορούσε να
υλοποιηθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ...
Το ίδιο ισχύει και για τον «εργατικό
έλεγχο» για τον οποίο επικαλούνται το Λένιν στην προεπαναστατική Ρωσία!
Όμως ο «εργατικός έλεγχος» του Λένιν αρθρώνονταν σε μια Ρωσία που η εργατική τάξη κρατούσε ήδη τα όπλα και ως τέτοιος σωστά υιοθετήθηκε από το λαϊκό κίνημα τότε. Τι
καταλαβαίνει όμως ένας εργαζόμενος όταν ακούει για εργατικό έλεγχο στην
Ελλάδα του 2016; Στην καλύτερη περίπτωση ότι αυτό το αίτημα αφορά το
θεσμό της συνδιοίκησης. Ότι δηλαδή διεκδικούν οι εργαζόμενοι την παρουσία κάποιου είδους αιρετών στα ΔΣ των τραπεζών. Απ’ όπου και αν το πιάσεις, αυτό το αίτημα δεν είναι τίποτε άλλο από μια επιτομή αυταπατών. Αυτό
είναι το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει η υιοθέτηση
αυτού του αιτήματος στις παρούσες συνθήκες, ανεξάρτητα από τις προθέσεις
των φορέων του.
Σε κάθε περίπτωση επιδεικνύουν και με αυτόν τον τρόπο μια οικονομίστικη αντίληψη που αγνοεί την πολιτική και «ανακαλύπτει λύσεις» στα πλαίσια μιας άλλης διαχείρισης της εξαρτημένης καπιταλιστικής Ελλάδας.
Πρόκειται για μια βαθιά λαθεμένη αντίληψη που θεωρεί ότι το πρόβλημα
οφείλεται στη «λάθος συνταγή» και ότι με μια σειρά τεχνικοοικονομικών
μέτρων, όπως αυτά της αλλαγής νομίσματος και των εθνικοποιήσεων, θα
αναστραφεί η πορεία των πραγμάτων, χωρίς να θιχτεί το καθεστώς της
ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Πρόκειται για ένα αίτημα που
«θεωρεί», ότι σε περίπτωση που βρεθεί μια κυβέρνηση που θα νομοθετήσει
την εθνικοποίηση των τραπεζών, η ΕΕ, το ΔΝΤ και οι ιμπεριαλιστικοί τους
στρατοί, οι ίδιοι οι τραπεζίτες και το κυρίαρχο χρηματιστικό κεφάλαιο θα
παρακολουθούν, χωρίς να επέμβουν, την απαλλοτρίωσή τους. Ένα
αίτημα που προάγει τις αυταπάτες που θέλει η κυρίαρχη τάξη να καλλιεργεί
για την ίδια την αστική δημοκρατία και τον «ουδέτερο» ρόλο του κράτους
της. Ότι δηλαδή οι κοινωνικές εξελίξεις ορίζονται από τις εκλογικές
κάλπες και τη «βούληση» του διαχειριστή του κράτους που θα προκύψει. Και
όχι το αντίθετο, ότι δηλαδή το αστικό κράτος, οι εκλογές και οι
διαχειριστές του, υπάρχουν και λειτουργούν για την εξυπηρέτηση των
συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή του χρηματιστικού κεφαλαίου και
άρα των τραπεζιτών. Τελικά, αιτήματα σαν αυτό, διαμορφώνουν
συνειδήσεις, συγκροτούν συμμαχίες και προσελκύουν εύκολα -είναι
αλήθεια-εκλογικό κοινό, σε μια βαθιά ρεφορμιστική κατεύθυνση.
Σχόλια