Η εσπευσμένη και σπασμωδική υπογραφή της Ελληνοϊταλικής Συμφωνίας για ΑΟΖ με υποχωρήσεις απέναντι στις ιταλικές απαιτήσεις οδηγεί σε νέα αδιέξοδα και κινδύνους
Σαράντα τρία χρόνια μετά τη συμφωνία του 1977 για την υφαλοκρηπίδα, οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας – Ιταλίας Νίκος Δένδιας και Λουίτζι ντι Μάιο προχώρησαν στις 9 Ιούνη στην υπογραφή Συμφωνίας για τις ΑΟΖ. Μια Συμφωνία που έχει και το στοιχείο της μυστικής διπλωματίας, αφού τα τελικά κείμενά της δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας και που -όπως φαίνεται- περικλείουν φανερές ή κρυφές υποχωρήσεις έναντι των ιταλικών απαιτήσεων και που μπορεί να καταστεί «μπούμερανγκ» και να οδηγήσει σε νέα αδιέξοδα και συμβιβασμούς την «ελληνική διπλωματία», έναντι αυτού του σκοπού για τον οποίο εσπευσμένα υπογράφηκε.
Και αυτή η Συμφωνία, όπως και εκείνη των Πρεσπών, έγινε υπό την πίεση ή την επιδοκιμασία των «υψηλών» ξένων προστατών, Ουάσιγκτον και Βρυξελών, τα συμφέροντα των οποίων πρωτίστως ικανοποιεί, στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών διευθετήσεων και ανταγωνισμών. Αυτοί άλλωστε δίνουν και τον τόνο.
Έτσι όλοι πανηγυρίζουν για την Συμφωνία, γιατί ο καθένας «διαβάζει» τη Συμφωνία ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του στα παζάρια για την «επόμενη μέρα».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τα σε διατεταγμένη υπηρεσία ΜΜΕ και οι γνωστοί διεθνολόγοι μίλησαν για ένα «ιστορικό γεγονός» που «κλείνει μια εκκρεμότητα, στέλνει ένα μήνυμα αποφασιστικότητας προς την πλευρά της Τουρκίας, αναζωογονώντας και ενδεχομένως ξεκλειδώνοντας την προοπτική οριοθετήσεων υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ με Αλβανία και Αίγυπτο». Το πιο «σημαντικό» για όλους αυτούς είναι ότι δημιουργεί ένα «προηγούμενο» που θα μπορούσε «να αξιοποιηθεί νομικά», αφού αναγνωρίζει «επήρεια» (αν και σημαντικά περιορισμένη σε κάποια σημεία) στα ελληνικά νησιά του Ιονίου, απορρίπτοντας έτσι στην πράξη αυτό που υποστηρίζει η Τουρκία: ότι δηλαδή τα ελληνικά νησιά (ακόμη και τα μεγάλα και κατοικημένα) δεν μπορούν να έχουν τίποτα άλλο πέρα από χωρικά ύδατα έκτασης μόλις έξι ναυτικών μιλίων.
Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει είναι αυτό του γενικού και αορίστου όρου της «επήρειας», που προκάλεσε τις δηλώσεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών Κοτζιά (που στη συνέχεια όλως περιέργως σιώπησε) που φαίνεται να έχει κι άλλες άγνωστες πλευρές και συνέπειες, που αφορούν κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, αφού το επικαλούμενο 121 άρθρο του Δικαίου της Θάλασσας προβλέπει ρητά ότι τα «νησιά, ανεξαρτήτως μεγέθους, έχουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες, ομοίως με τα ηπειρωτικά εδάφη (…)»
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι ότι το «προηγούμενο» αυτό, αποδέχεται στην ουσία το βασικό επιχείρημα της Τουρκίας, ότι τα νησιά δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με την ενδοχώρα στον καθορισμό ΑΟΖ, όπως δήλωσε -χαιρετίζοντας τη Συμφωνία- ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου, επικαλούμενος τις δηλώσεις Κοτζιά και αναφερόμενος επώνυμα μάλιστα στα διαπόντια ελληνικά νησιά (Οθωνούς κλπ), καθώς και Κεφαλλονιά και Στροφάδες, καλώντας την ελληνική κυβέρνηση σε «διάλογο». Εκτός αν ακριβώς η Συμφωνία αυτή είναι ο «διάδρομος» για να συρθεί ευκολότερα η Ελλάδα σε ένα τέτοιο «διάλογο», που και ο Αμερικανός πρέσβης ζήτησε, με επίδικο τις απαιτήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, που μπορεί να οδηγήσει και στη Χάγη, πρόταση που ακούστηκε στο παρελθόν -έντονα και από πολλές πλευρές- και επανήλθε πρόσφατα με τη Συμφωνία αυτή.
Ήδη στις διαπραγματεύσεις για την Ελληνοαιγυπτιακή ΑΟΖ, παρά τα σοβαρά προβλήματα που αυτή παρουσιάζει και που ο Δένδιας ξεκίνησε, πηγαίνοντας στο Κάϊρο για τον ίδιο σκοπό, «για να πιεσθεί» υποτίθεται η Τουρκία, τίθεται το ζήτημα και της τμηματικής Συμφωνίας, που θα αφήνει έξω τα ελληνικά νησιά Καστελόριζο, Χρυσή και Γαύδο νότια της Κρήτης. Η εξαίρεση μάλιστα του Καστελόριζου, από μια τέτοια συμφωνία με την Αίγυπτο, οδηγεί σε ακύρωση των συνόρων ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο. Επίσης η μειωμένη «επήρεια» ειδικά σε ό,τι αφορά στα Διαπόντια Νησιά (12 νησιά και νησίδες βόρεια-βορειοδυτικά της Κέρκυρας) πρόκειται, σαφώς, να επηρεάσει και τις διαπραγματεύσεις για την ΑΟΖ με την Αλβανία, με την οποία είχαν υπάρξει στο πρόσφατο παρελθόν σχετικές διαφωνίες για το συγκεκριμένο θέμα.
Το τρίτο ζήτημα που προκύπτει είναι ότι Ελλάδα και Ιταλία οριοθέτησαν ΑΟΖ χωρίς όμως η Ελλάδα να έχει προηγουμένως επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Ιόνιο από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, όπως θα μπορούσε και όπως έχει κάνει η Ιταλία. Φυσιολογικά, η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης θα έπρεπε να γίνει πριν από την οριοθέτηση της ΑΟΖ, ώστε να καθοριστεί το τμήμα που έχει πλήρη κυριαρχία (αιγιαλίτιδα ζώνη) και το τμήμα που ασκούνται κυριαρχικά δικαιώματα (ΑΟΖ). Η επέκταση όμως της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο Πέλαγος, χωρίς αυτό να γίνεται και στο Αιγαίο, που επικρέμεται ο πέλεκυς του τουρκικού «casuς belli», μπορεί να δημιουργήσει ένα αρνητικό προηγούμενο, «νομιμοποιώντας» τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Προφανή τα αδιέξοδα της εξαρτημένης, υποτελούς και συμβιβαστικής πολιτικής της ελληνικής άρχουσας τάξης.
Τα αδιέξοδά της αυτά και οι εξ αυτών σπασμωδικές κινήσεις, που περιλαμβάνουν και τις Συμφωνίες αυτές, προκύπτουν από το γεγονός ότι βλέπει ότι δεν ανταμείβεται, όπως θα έπρεπε, από τους ιμπεριαλιστές και κυρίως από τις ΗΠΑ, για τις «καλές της υπηρεσίες» που προσφέρει, βλέπει για μια ακόμη φορά τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες της για αναβάθμιση του ρόλου της στη περιοχή να συνθλίβονται στις μυλόπετρες των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, που φαίνεται να λύνουν τα προβλήματα με την Τουρκία και να «ξαναποντάρουν» σε αυτήν.
Η νέα αυτή στάση της Ουάσιγκτον και των Βρυξελών, της ανοχής απέναντι στις κινήσεις και τις απαιτήσεις της Τουρκίας, προκαλεί ακριβώς αυτή την ανησυχία, την ανασφάλεια και τον τυχοδιωκτισμό στην αστική τάξη της χώρας μας, που «τρέχει» πανικόβλητη στις Δυτικές Αυλές και Καγκελαρίες, στο Τελ-αβίβ και στο Κάϊρο και υπογράφει είτε τη Συμφωνία για τον «East Med», είτε τήν Ελληνοϊταλική Συμφωνία για ΑΟΖ.
Η Ιταλία, χώρα του G7, με τη Συμφωνία αυτή εκφράζει τη θέλησή της να αναβαθμίσει το ρόλο της εντός της ΕΕ και κυρίως να δηλώσει «παρούσα» στον έντονο ανταγωνισμό που εξελίσσεται στην περιοχή. Με φόντο την τουρκική ανάμειξη στο μέτωπο της Λιβύης, προσπαθεί όχι μόνο να αποκαθιστά αλλά και να ενισχύει τους δεσμούς της με την Αίγυπτο. Την ίδια στιγμή ο Λουίτζι ντι Μάιο επισκέπτεται την Άγκυρα, με την οποία δεν θέλει να «χαλάσει» τις σχέσεις της, αφού έχει συνάψει μεγάλες οικονομικές συμφωνίες, με την Ιταλία να είναι ο δεύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας στα πλαίσια της ΕΕ.
Ταυτόχρονα η Ρώμη εξασφαλίζει τα λεγόμενα «παραδοσιακά» δικαιώματα αλιείας για τους Ιταλούς αλιείς στις περιοχές πέραν των έξι ναυτικών μιλίων από τις ελληνικές ακτές. («Παραδοσιακά» πάντως ήταν και τα δικαιώματα των Καλυμνίων σφουγγαράδων που έφταναν στο τραγουδισμένο «Τούνεζι» -Τυνησία). Τέλος ο Έλληνας υπουργός ανακοίνωσε την άρση των περιοριστικών μέτρων στα ταξίδια μεταξύ Ελλάδας και επιβαρυμένης επιδημιολογικά Ιταλίας, κάτι στο οποίο στάθηκε ιδιαίτερα ο Ιταλός ομόλογός του.
Οι ΗΠΑ εξέφρασαν και αυτές την ικανοποίησή τους για τη Συμφωνία, με τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζ. Πάιατ, να τη χαρακτηρίζει ως «παράδειγμα για το πώς να γίνονται τέτοιες συμφωνίες με διαφάνεια και εμπλοκή όλων των επηρεαζόμενων μερών», θυμίζοντάς μας τους αντίστοιχους επαίνους που επιφύλασσαν οι Αμερικανοί και για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τη Συμφωνία των Πρεσπών, ως «πρότυπο» των ευρωατλαντικών διευθετήσεων γενικά στα Δυτικά Βαλκάνια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τέλος, γνωστός για τις ευρωατλαντικές διευθετήσεις που έκανε ως κυβέρνηση, εμφανίστηκε «βασιλικότερος του βασιλέως», με τον Τσίπρα να δηλώνει «εγώ είμαι διατεθειμένος να δώσω συναίνεση σε κρίσιμες αποφάσεις που δεν μπορεί να τις πάρει η κυβέρνηση. Και αναφέρομαι στην εθνικά επωφελή στρατηγική να κλείσουμε τη συμφωνία με την ΑΟΖ με Αίγυπτο, Ιταλία και Αλβανία» και τον τομεάρχη Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλο να συμπληρώνει ότι «αποτελεί αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη», καθώς «άλλωστε παίρνει το νήμα της διαπραγμάτευσης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Είναι προφανές ότι, όταν ασκείται μια υποτελής, τυχοδιωκτική πολιτική από μια εξαρτημένη αστική τάξη, καμιά τέτοια -και για πολλούς λόγους εφεσίβλητη- Συμφωνία δεν κατοχυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Οι εξελίξεις στην ΑΟΖ της Κύπρου δείχνουν με τραγικό τρόπο πως κουρελιάζονται τα όποια κυριαρχικά δικαιώματα και πως αυτές οδηγούν πιο βαθιά στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Τέτοιες Συμφωνίες εμπλέκουν ακόμη πιο πολύ τις χώρες και τους λαούς της περιοχής στο κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και στα πολιτικοστρατιωτικά σχέδια των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, βαθαίνουν την εξάρτηση, οδηγούν σε νέες υποχωρήσεις ή ακόμη και στον κίνδυνο μιας θερμής αναμέτρησης.
Εκείνο που πάντως διαφαίνεται είναι ότι προετοιμάζεται το κλίμα και βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία για συμβιβασμούς χωρίς αρχές, με πολλούς κινδύνους για τα κυριαρχικά – εδαφικά δικαιώματα της χώρας. Διαμορφώνεται το έδαφος για προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης (με άγνωστους τους όρους της προσφυγής), με στόχο τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου κάτω από την Αμερικανονατοϊκή ομπρέλα. Και εκείνο που απαιτείται είναι μια πολιτική για τη δημιουργία όρων και προϋποθέσεων, για την συγκρότηση ενός μετώπου αγώνα των λαών της περιοχής, για Εθνική Ανεξαρτησία για την ειρήνη, την αλληλεγγύη των λαών, ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και στους ντόπιους λακέδες
Σχόλια