Πίσω από την όψιμη αναζήτηση συμβιβασμού για το όνομα με την ΠΓΔΜ
Εσπευσμένη επιχείρηση ΝΑΤΟ-ΕΕ για τον πλήρη έλεγχο των Δυτικών Βαλκανίων στα πλαίσια του ανταγωνισμού τους με τη Ρωσία
«Ξαφνικός έρωτας» και «βαθειά επιθυμία» φαίνεται ότι προέκυψε μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας-ΠΓΔΜ, για την επίλυση της εκκρεμότητας του ονόματος της γειτονικής χώρας.
Αλλεπάλληλες επισκέψεις κυβερνητικών αξιωματούχων σε Αθήνα και Σκόπια και αισιόδοξες δηλώσεις για «επίλυση» του προβλήματος το 1ο εξάμηνο του 2018 (πριν δηλαδή από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο), «φιλοξενία» μέσα στις γιορτές του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ, Ζόραν Ζάεφ, από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη, αλλά και του Τσίπρα από τον Σέρβο ομόλογό του στο Βελιγράδι. Πραγματικός διπλωματικός πυρετός.
Σαν να ξεχάστηκε ότι πέρασαν 26 χρόνια από τότε που ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και «Συνασπισμός», συντάχθηκαν πίσω από κοινές εθνικιστικές θέσεις σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ονόματος (ονομασία χωρίς τη χρήση του όρου Μακεδονία), στηρίζοντας ανοιχτά ή κάνοντας στραβά μάτια στην επέμβαση ΝΑΤΟ και ΕΕ στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στην επαναχάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια και στην αποσταθεροποίηση της περιοχής. Ή ακόμη περισσότερο ότι πριν δέκα χρόνια, το 2008 στο Βουκουρέστι, η κυβέρνηση Καραμανλή - χωρίς αντιρρήσεις των τότε υπουργών της Π. Καμμένου και Αντ. Σαμαρά - αποδεχόταν μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό «έναντι όλων» - «erga omnes», όπως λένε στη διπλωματική γλώσσα. Μόνον που τότε οι εθνικιστικοί κύκλοι της ΠΓΔΜ, με τις πλάτες των ΗΠΑ, που τότε είχαν άλλες προτεραιότητες, αρνιόνταν μια τέτοια ονομασία.
Είναι πασίδηλο ότι η κινητικότητα αυτή προέκυψε μετά την επανενεργοποίηση του διαμεσολαβητή του ΟΗΕ για το ζήτημα, Μάθιου Νίμιτς, τις επισκέψεις του ίδιου στην περιοχή και επισπεύδεται τώρα και με την επίσκεψη του Γ. Γ. του ΝΑΤΟ, Στόλτενμπεργκ, (η πρώτη μετά το 2014), στις 17-18 Γενάρη στα Σκόπια. Είχαν προηγηθεί οι επεισοδιακές εκλογές στη γειτονική χώρα, που με τις παρεμβάσεις δυτικών παραγόντων προέκυψε η νέα αρεστή και πλήρως υπάκουη σε αυτούς πολυκομματική κυβέρνηση Ζάεφ, με συμμετοχή και των αλβανικών κομμάτων, αλλά και η επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ, όπου συντάχθηκε απολύτως με τις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον, ευελπιστώντας σε έναν νέο ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή.
Εν τω μεταξύ προέκυψαν και σοβαρές εξελίξεις στην περιοχή και στη Μέση Ανατολή, με την αναβαθμισμένη παρουσία της Ρωσίας, τις νέες συμμαχίες της με Ιράν, Συρία (όπου δεν κατέστη δυνατή η ανατροπή του Άσαντ), Τουρκία και η όξυνση των σχέσεων της τελευταίας με ΗΠΑ-ΕΕ.
Για το λόγο αυτό η διοίκηση Τραμπ, οξύνοντας τον ανταγωνισμό, προχωρά σε απαντητικές τυχοδιωκτικές ενέργειες, σαν αυτή της ανακήρυξης της Ιερουσαλήμ πρωτεύουσας του Ισραήλ, σε απειλές σε Κορέα και Ιράν κλπ. Στα πλαίσια αυτά θέλει να έχει και τον πλήρη έλεγχο των Δυτικών Βαλκανίων, με τη απαλοιφή των όποιων τριβών υπάρχουν, με την ένταξη και της τελευταίας χώρας (ΠΓΔΜ) που έχει απομείνει στο ΝΑΤΟ, έτσι ώστε να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στη Σερβία που έχει ειδική σχέση με το ΝΑΤΟ, αλλά που διατηρεί παραδοσιακούς δεσμούς και σχέσεις με τη Ρωσία. Αλλά και η ΕΕ θέλει να ενταχθούν στους κόλπους της χώρες που σήμερα είναι εκτός αυτής, όπως η Αλβανία, η ΠΓΔΜ, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία – Ερζεγοβίνη και η Σερβία. Είναι απαίτηση Αμερικανών και Ευρωπαίων να κλείσει το ζήτημα αυτό μέχρι τον Ιούνιο και να υπάρξει μια ευρύτερη ευνοϊκή γι’ αυτούς διευθέτηση στην περιοχή, που θα οξύνει τον ανταγωνισμό με τη Ρωσία, που έχει ισχυρά συμφέροντα και ερείσματα στην περιοχή και αντιδρά στα σχέδια για διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Τον χορό των προτροπών είχε σύρει πρώτος ο Αμερικανός βοηθός αναπληρωτής υφυπουργός Εξωτερικών, Μπράιαν Γι, με συνέντευξη που έδωσε λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ο Αμερικανός διπλωμάτης δεν περιορίστηκε στις σχέσεις ΠΓΔΜ - Ελλάδας, αλλά αναφέρθηκε και σε άλλες χώρες της περιοχής (Σερβία, Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσσοβο). Τόνισε ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν τις προσπάθειες της Σερβίας για ένταξη στην ΕΕ, ενώ εντελώς ωμά διευκρίνισε «Δεν ζητάμε από τη Σερβία να επιδεινώσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία ή κάποια άλλη χώρα. Ωστόσο, η Ρωσία επιδιώκει ένα όραμα για τα Βαλκάνια που είναι σαφώς διαφορετικό απ' αυτό της Ευρώπης (και το δικό μας). Η Σερβία θα πρέπει να επιδείξει και με έργα και με λόγια ότι στηρίζει το όραμα της ΕΕ και όχι της Ρωσίας».
Έτσι προέκυψε στην ΠΓΔΜ αλλά και στη χώρα μας από την κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα, αυτή η έντονη αναζωπύρωση της «ονοματολογίας», με μπόλικη δημαγωγία, που αφήνει στο απυρόβλητο τους επικίνδυνους σχεδιασμούς ΝΑΤΟ και ΕΕ στα Βαλκάνια, αφού, όπως φαίνεται, όλοι συμφωνούν επί της ουσίας και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, που δεν είναι άλλος από την ένταξη των χωρών των Δ. Βαλκανίων σε ΕΕ και ΝΑΤΟ και τη φιλοδοξία για την αναβάθμιση του ρόλου της αστικής τάξης στην περιοχή. Για το σκοπό αυτό επισπεύδεται η συνάντηση Νίμιτς με διαπραγματευτές Ελλάδας - ΠΓΔΜ στις 19 Γενάρη και η περαιτέρω εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων.
Ο Ζάεφ διέκρινε ότι υπάρχει «αποφασιστικότητα» και από την κυβέρνησή του και από την κυβέρνηση της Ελλάδας για την επίλυση του ζητήματος της συνταγματικής ονομασίας της χώρας του. Δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν έχω κόκκινες γραμμές για να ξεκινήσουν ο συνομιλίες… η ΠΓΔΜ δεν είναι ο μοναδικός κληρονόμος του Μ. Αλεξάνδρου», εξέφρασε τη βούληση να συναντηθεί με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκο Μητσοτάκη, και τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ, Πάνο Καμμένο. Μάλιστα, ως προς τον κ. Καμμένο, είπε ότι η πρόσφατη δήλωσή του «ότι “αν υπάρχει σύμφωνη γνώμη των πολιτικών φορέων των δύο χωρών, και αυτός θα συμφωνήσει για τη λύση”, είναι μια θετική ελπίδα». Δήλωσε, επίσης, ότι ο ίδιος είναι έτοιμος να συνομιλήσει και για το ζήτημα της μετονομασίας του αεροδρομίου των Σκοπίων (σήμερα ονομάζεται «Μέγας Αλέξανδρος»), αν αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία για την Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι η κυρίαρχη τάξη στη γειτονική χώρα, διαβλέποντας τη σημασία που έχουν για την ύπαρξή της οι κάθε είδους ανεπτυγμένες ήδη σχέσεις με την Ελλάδα και το γεγονός ότι το διαμετακομιστικό της εμπόριο εξαρτάται σχεδόν εξολοκλήρου από τη Θεσσαλονίκη, ωθείται σε αυτή την επιλογή και γι’ αυτούς τους επί πλέον λόγους και ίσως η παρουσία των αλβανικών κομμάτων στην κυβέρνηση της δίνει τη δυνατότητα να απεμπλακεί από την αντιπολίτευση του VMRO και τις βουλγαρικές πιέσεις, που θα ήθελαν να έχει ως κυρίαρχο τον σλαβικό χαρακτήρα.
Αλλά και ο Τσίπρας, υπουργοί και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες είδαν «ένα παράθυρο ευκαιρίας για λύση ενός προβλήματος που μας κληροδότησε η ΝΔ», με τον υπουργό Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, να δηλώνει ότι «έχουμε καταλήξει στο υπουργικό συμβούλιο στις επιλογές μας».
Βέβαια, αν η κυβέρνηση έχει πρόβλημα με ακραιφνείς εθνικόφρονες συνεταίρους της, τους των ΑΝ.ΕΛ του Π. Καμένου, εξίσου πρόβλημα έχει και η ΝΔ του Μητσοτάκη που αναπαράγονται στο εσωτερικό της οι αντιπαραθέσεις του παρελθόντος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο κλωθογυρίζουν δημαγωγώντας, προσπαθούν «να πετάξουν την μπάλα στην κερκίδα» και να έχουν τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ζητάει «να μας εξηγήσει η ΝΔ εάν η θέση της είναι αυτή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ή του Αντώνη Σαμαρά», καλώντας τη ΝΔ να στηρίξει τη «γραμμή Βουκουρεστίου» και να παίξει το ρόλο του «χρησίμου μαξιλαριού», με την κυβέρνηση να καρπώνεται την επιτυχία τής όποιας πιθανής «επίλυσης» του ζητήματος.
Η ΝΔ από την πλευρά της, αν και ζητάει «η κυβέρνηση, από την ώρα που δεν έχει μία ενιαία γραμμή πάνω σε ένα τέτοιο σοβαρό εθνικό θέμα, πρέπει να φύγει», «αν δεν μπορούν να συμφωνήσουν οι κ. Τσίπρας και Καμμένος για ένα μείζον ζήτημα εθνικής σημασίας, ας παραιτηθούν», «είναι προφανές και αυτονόητο ότι δεν νοείται εθνική συνεννόηση χωρίς να υπάρξει προηγουμένως συγκεκριμένη και συμφωνημένη πρόταση από τους δύο κυβερνητικούς εταίρους» και θέτοντας αρχικά θέμα «δεδηλωμένης», αναγκάστηκε, προφανώς κατόπιν «έξωθεν πιέσεων», να διευκρινίσει ότι συμφωνεί με τη γραμμή της κυβέρνησης Καραμανλή, διανθίζοντας ταυτόχρονα τον λόγο της με μπόλικες πατριωτικές κορώνες.
Στην ίδια κωλοτούμπα φαίνεται να οδηγείται και Π. Καμμένος, που μετά το υπουργικό συμβούλιο δήλωσε ότι υπάρχει η απόφαση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών το 1992 για μη χρήση του όρου «Μακεδονία», αλλά και η θέση της κυβέρνησης Καραμανλή στο Βουκουρέστι το 2008 για σύνθετη ονομασία και ότι ο υπουργός Εξωτερικών_Ν. Κοτζιάς_«έχει κάνει πολύ καλή δουλειά» και τελικά «μπορεί να πάμε για μια λύση που να μην χρειάζεται να πάμε σε Συμβούλιο» και τον Κοτζιά στη συνέχεια να διευκρινίζει ότι «ο κ. Καμμένος δεν είπε ότι δεν συμφωνεί με τη χρήση του όρου "Μακεδονία". Είπε ότι δεν συμφωνεί με τη χρήση του όρου στα ελληνικά της Μακεδονίας. Αυτό έχει μεγάλη σημασία και αυτό πρέπει να το δούμε πώς θα προκύψει μέσα από τη διαπραγμάτευση».
Φαίνεται δηλαδή ότι και οι δυο διαγκωνίζονται ποιος υπηρετεί πιο αποτελεσματικά τους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς, είναι διαχρονικοί στυλοβάτες της ίδιας πολιτικής της υποτέλειας στους ίδιους πρωταγωνιστές απ΄ όταν προέκυψε το ζήτημα, με το διαμελισμό της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, με διακαή τον πόθο της ελληνικής αστικής τάξης για ανάδειξη της χώρας σε ενεργειακό και διαμετακομιστικό κέντρο, σε «ηγετική δύναμη στα Βαλκάνια» και «πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή», σε ρόλο δηλαδή δραστήριου «πλασιέ» των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να προεξοφλήσει την έκβαση του όλου εγχειρήματος του ονόματος της γειτονικής χώρας. Η κυβερνητική πολιτική αναζητά διέξοδο σ’ ένα συμβιβασμό για την ονομασία κάτω από την ιμπεριαλιστή εποπτεία. Στην πραγματικότητα βέβαια ο «συμβιβασμός» αυτός δεν είναι προϊόν μιας ρεαλιστικής προσέγγισης του ζητήματος, αλλά προϊόν της υποτέλειας που σ’ όλες τις παραλλαγές της ποτέ δεν έπαψε να εκδηλώνεται. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι άνευ σημασίας και το όνομα ή η χρήση συμβόλων, αλυτρωτικής προπαγάνδας, χαρτών με νέα σύνορα κλπ., που μπορεί να χρησιμοποιηθούν από τους μόνιμους υπονομευτές της ειρηνικής συμβίωσης των λαών, για τον έλεγχο των σφαιρών επιρροής και την εξυπηρέτηση των σκοπών τους. Αυτό θα σήμαινε την επιδίωξη λύσης που να παίρνει υπόψη την ιστορική διαμόρφωση των λαών και τις πραγματικότητες του σήμερα, προϋποθέτοντας τη σαφή αποκήρυξη και απόρριψη κάθε άμεσης ή έμμεσης εδαφικής ή άλλης διεκδίκησης από τη μεριά της ΠΓΔΜ σε βάρος της Ελλάδας, όπως και από τη μεριά της Ελλάδας σε βάρος της ΠΓΔΜ. Ακόμη όμως και αν λυθούν τέτοια ή κάποια από αυτά τα ζητήματα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι κίνδυνοι για τους λαούς της περιοχής θα εκλείψουν, όσο οι κάθε λογής ιμπεριαλιστές συνεχίζουν να λυμαίνονται τον τόπο. Καθήκον των λαών της περιοχής είναι να αναπτύξουν τον αγώνα τους ενάντια στους αυτόκλητους προστάτες, να σταματήσει η αλυτρωτική προπαγάνδα, να υπάρξει αμοιβαία αναγνώριση του απαραβίαστου των συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας των χωρών, με στόχο τη διαφύλαξη της ειρήνης, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία των λαών.
«Ξαφνικός έρωτας» και «βαθειά επιθυμία» φαίνεται ότι προέκυψε μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας-ΠΓΔΜ, για την επίλυση της εκκρεμότητας του ονόματος της γειτονικής χώρας.
Αλλεπάλληλες επισκέψεις κυβερνητικών αξιωματούχων σε Αθήνα και Σκόπια και αισιόδοξες δηλώσεις για «επίλυση» του προβλήματος το 1ο εξάμηνο του 2018 (πριν δηλαδή από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο), «φιλοξενία» μέσα στις γιορτές του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ, Ζόραν Ζάεφ, από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη, αλλά και του Τσίπρα από τον Σέρβο ομόλογό του στο Βελιγράδι. Πραγματικός διπλωματικός πυρετός.
Σαν να ξεχάστηκε ότι πέρασαν 26 χρόνια από τότε που ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και «Συνασπισμός», συντάχθηκαν πίσω από κοινές εθνικιστικές θέσεις σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ονόματος (ονομασία χωρίς τη χρήση του όρου Μακεδονία), στηρίζοντας ανοιχτά ή κάνοντας στραβά μάτια στην επέμβαση ΝΑΤΟ και ΕΕ στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στην επαναχάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια και στην αποσταθεροποίηση της περιοχής. Ή ακόμη περισσότερο ότι πριν δέκα χρόνια, το 2008 στο Βουκουρέστι, η κυβέρνηση Καραμανλή - χωρίς αντιρρήσεις των τότε υπουργών της Π. Καμμένου και Αντ. Σαμαρά - αποδεχόταν μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό «έναντι όλων» - «erga omnes», όπως λένε στη διπλωματική γλώσσα. Μόνον που τότε οι εθνικιστικοί κύκλοι της ΠΓΔΜ, με τις πλάτες των ΗΠΑ, που τότε είχαν άλλες προτεραιότητες, αρνιόνταν μια τέτοια ονομασία.
Είναι πασίδηλο ότι η κινητικότητα αυτή προέκυψε μετά την επανενεργοποίηση του διαμεσολαβητή του ΟΗΕ για το ζήτημα, Μάθιου Νίμιτς, τις επισκέψεις του ίδιου στην περιοχή και επισπεύδεται τώρα και με την επίσκεψη του Γ. Γ. του ΝΑΤΟ, Στόλτενμπεργκ, (η πρώτη μετά το 2014), στις 17-18 Γενάρη στα Σκόπια. Είχαν προηγηθεί οι επεισοδιακές εκλογές στη γειτονική χώρα, που με τις παρεμβάσεις δυτικών παραγόντων προέκυψε η νέα αρεστή και πλήρως υπάκουη σε αυτούς πολυκομματική κυβέρνηση Ζάεφ, με συμμετοχή και των αλβανικών κομμάτων, αλλά και η επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ, όπου συντάχθηκε απολύτως με τις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον, ευελπιστώντας σε έναν νέο ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή.
Εν τω μεταξύ προέκυψαν και σοβαρές εξελίξεις στην περιοχή και στη Μέση Ανατολή, με την αναβαθμισμένη παρουσία της Ρωσίας, τις νέες συμμαχίες της με Ιράν, Συρία (όπου δεν κατέστη δυνατή η ανατροπή του Άσαντ), Τουρκία και η όξυνση των σχέσεων της τελευταίας με ΗΠΑ-ΕΕ.
Για το λόγο αυτό η διοίκηση Τραμπ, οξύνοντας τον ανταγωνισμό, προχωρά σε απαντητικές τυχοδιωκτικές ενέργειες, σαν αυτή της ανακήρυξης της Ιερουσαλήμ πρωτεύουσας του Ισραήλ, σε απειλές σε Κορέα και Ιράν κλπ. Στα πλαίσια αυτά θέλει να έχει και τον πλήρη έλεγχο των Δυτικών Βαλκανίων, με τη απαλοιφή των όποιων τριβών υπάρχουν, με την ένταξη και της τελευταίας χώρας (ΠΓΔΜ) που έχει απομείνει στο ΝΑΤΟ, έτσι ώστε να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στη Σερβία που έχει ειδική σχέση με το ΝΑΤΟ, αλλά που διατηρεί παραδοσιακούς δεσμούς και σχέσεις με τη Ρωσία. Αλλά και η ΕΕ θέλει να ενταχθούν στους κόλπους της χώρες που σήμερα είναι εκτός αυτής, όπως η Αλβανία, η ΠΓΔΜ, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία – Ερζεγοβίνη και η Σερβία. Είναι απαίτηση Αμερικανών και Ευρωπαίων να κλείσει το ζήτημα αυτό μέχρι τον Ιούνιο και να υπάρξει μια ευρύτερη ευνοϊκή γι’ αυτούς διευθέτηση στην περιοχή, που θα οξύνει τον ανταγωνισμό με τη Ρωσία, που έχει ισχυρά συμφέροντα και ερείσματα στην περιοχή και αντιδρά στα σχέδια για διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Τον χορό των προτροπών είχε σύρει πρώτος ο Αμερικανός βοηθός αναπληρωτής υφυπουργός Εξωτερικών, Μπράιαν Γι, με συνέντευξη που έδωσε λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ο Αμερικανός διπλωμάτης δεν περιορίστηκε στις σχέσεις ΠΓΔΜ - Ελλάδας, αλλά αναφέρθηκε και σε άλλες χώρες της περιοχής (Σερβία, Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσσοβο). Τόνισε ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν τις προσπάθειες της Σερβίας για ένταξη στην ΕΕ, ενώ εντελώς ωμά διευκρίνισε «Δεν ζητάμε από τη Σερβία να επιδεινώσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία ή κάποια άλλη χώρα. Ωστόσο, η Ρωσία επιδιώκει ένα όραμα για τα Βαλκάνια που είναι σαφώς διαφορετικό απ' αυτό της Ευρώπης (και το δικό μας). Η Σερβία θα πρέπει να επιδείξει και με έργα και με λόγια ότι στηρίζει το όραμα της ΕΕ και όχι της Ρωσίας».
Έτσι προέκυψε στην ΠΓΔΜ αλλά και στη χώρα μας από την κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα, αυτή η έντονη αναζωπύρωση της «ονοματολογίας», με μπόλικη δημαγωγία, που αφήνει στο απυρόβλητο τους επικίνδυνους σχεδιασμούς ΝΑΤΟ και ΕΕ στα Βαλκάνια, αφού, όπως φαίνεται, όλοι συμφωνούν επί της ουσίας και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, που δεν είναι άλλος από την ένταξη των χωρών των Δ. Βαλκανίων σε ΕΕ και ΝΑΤΟ και τη φιλοδοξία για την αναβάθμιση του ρόλου της αστικής τάξης στην περιοχή. Για το σκοπό αυτό επισπεύδεται η συνάντηση Νίμιτς με διαπραγματευτές Ελλάδας - ΠΓΔΜ στις 19 Γενάρη και η περαιτέρω εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων.
Ο Ζάεφ διέκρινε ότι υπάρχει «αποφασιστικότητα» και από την κυβέρνησή του και από την κυβέρνηση της Ελλάδας για την επίλυση του ζητήματος της συνταγματικής ονομασίας της χώρας του. Δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν έχω κόκκινες γραμμές για να ξεκινήσουν ο συνομιλίες… η ΠΓΔΜ δεν είναι ο μοναδικός κληρονόμος του Μ. Αλεξάνδρου», εξέφρασε τη βούληση να συναντηθεί με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκο Μητσοτάκη, και τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ, Πάνο Καμμένο. Μάλιστα, ως προς τον κ. Καμμένο, είπε ότι η πρόσφατη δήλωσή του «ότι “αν υπάρχει σύμφωνη γνώμη των πολιτικών φορέων των δύο χωρών, και αυτός θα συμφωνήσει για τη λύση”, είναι μια θετική ελπίδα». Δήλωσε, επίσης, ότι ο ίδιος είναι έτοιμος να συνομιλήσει και για το ζήτημα της μετονομασίας του αεροδρομίου των Σκοπίων (σήμερα ονομάζεται «Μέγας Αλέξανδρος»), αν αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία για την Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι η κυρίαρχη τάξη στη γειτονική χώρα, διαβλέποντας τη σημασία που έχουν για την ύπαρξή της οι κάθε είδους ανεπτυγμένες ήδη σχέσεις με την Ελλάδα και το γεγονός ότι το διαμετακομιστικό της εμπόριο εξαρτάται σχεδόν εξολοκλήρου από τη Θεσσαλονίκη, ωθείται σε αυτή την επιλογή και γι’ αυτούς τους επί πλέον λόγους και ίσως η παρουσία των αλβανικών κομμάτων στην κυβέρνηση της δίνει τη δυνατότητα να απεμπλακεί από την αντιπολίτευση του VMRO και τις βουλγαρικές πιέσεις, που θα ήθελαν να έχει ως κυρίαρχο τον σλαβικό χαρακτήρα.
Αλλά και ο Τσίπρας, υπουργοί και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες είδαν «ένα παράθυρο ευκαιρίας για λύση ενός προβλήματος που μας κληροδότησε η ΝΔ», με τον υπουργό Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, να δηλώνει ότι «έχουμε καταλήξει στο υπουργικό συμβούλιο στις επιλογές μας».
Βέβαια, αν η κυβέρνηση έχει πρόβλημα με ακραιφνείς εθνικόφρονες συνεταίρους της, τους των ΑΝ.ΕΛ του Π. Καμένου, εξίσου πρόβλημα έχει και η ΝΔ του Μητσοτάκη που αναπαράγονται στο εσωτερικό της οι αντιπαραθέσεις του παρελθόντος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο κλωθογυρίζουν δημαγωγώντας, προσπαθούν «να πετάξουν την μπάλα στην κερκίδα» και να έχουν τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ζητάει «να μας εξηγήσει η ΝΔ εάν η θέση της είναι αυτή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ή του Αντώνη Σαμαρά», καλώντας τη ΝΔ να στηρίξει τη «γραμμή Βουκουρεστίου» και να παίξει το ρόλο του «χρησίμου μαξιλαριού», με την κυβέρνηση να καρπώνεται την επιτυχία τής όποιας πιθανής «επίλυσης» του ζητήματος.
Η ΝΔ από την πλευρά της, αν και ζητάει «η κυβέρνηση, από την ώρα που δεν έχει μία ενιαία γραμμή πάνω σε ένα τέτοιο σοβαρό εθνικό θέμα, πρέπει να φύγει», «αν δεν μπορούν να συμφωνήσουν οι κ. Τσίπρας και Καμμένος για ένα μείζον ζήτημα εθνικής σημασίας, ας παραιτηθούν», «είναι προφανές και αυτονόητο ότι δεν νοείται εθνική συνεννόηση χωρίς να υπάρξει προηγουμένως συγκεκριμένη και συμφωνημένη πρόταση από τους δύο κυβερνητικούς εταίρους» και θέτοντας αρχικά θέμα «δεδηλωμένης», αναγκάστηκε, προφανώς κατόπιν «έξωθεν πιέσεων», να διευκρινίσει ότι συμφωνεί με τη γραμμή της κυβέρνησης Καραμανλή, διανθίζοντας ταυτόχρονα τον λόγο της με μπόλικες πατριωτικές κορώνες.
Στην ίδια κωλοτούμπα φαίνεται να οδηγείται και Π. Καμμένος, που μετά το υπουργικό συμβούλιο δήλωσε ότι υπάρχει η απόφαση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών το 1992 για μη χρήση του όρου «Μακεδονία», αλλά και η θέση της κυβέρνησης Καραμανλή στο Βουκουρέστι το 2008 για σύνθετη ονομασία και ότι ο υπουργός Εξωτερικών_Ν. Κοτζιάς_«έχει κάνει πολύ καλή δουλειά» και τελικά «μπορεί να πάμε για μια λύση που να μην χρειάζεται να πάμε σε Συμβούλιο» και τον Κοτζιά στη συνέχεια να διευκρινίζει ότι «ο κ. Καμμένος δεν είπε ότι δεν συμφωνεί με τη χρήση του όρου "Μακεδονία". Είπε ότι δεν συμφωνεί με τη χρήση του όρου στα ελληνικά της Μακεδονίας. Αυτό έχει μεγάλη σημασία και αυτό πρέπει να το δούμε πώς θα προκύψει μέσα από τη διαπραγμάτευση».
Φαίνεται δηλαδή ότι και οι δυο διαγκωνίζονται ποιος υπηρετεί πιο αποτελεσματικά τους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς, είναι διαχρονικοί στυλοβάτες της ίδιας πολιτικής της υποτέλειας στους ίδιους πρωταγωνιστές απ΄ όταν προέκυψε το ζήτημα, με το διαμελισμό της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, με διακαή τον πόθο της ελληνικής αστικής τάξης για ανάδειξη της χώρας σε ενεργειακό και διαμετακομιστικό κέντρο, σε «ηγετική δύναμη στα Βαλκάνια» και «πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή», σε ρόλο δηλαδή δραστήριου «πλασιέ» των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να προεξοφλήσει την έκβαση του όλου εγχειρήματος του ονόματος της γειτονικής χώρας. Η κυβερνητική πολιτική αναζητά διέξοδο σ’ ένα συμβιβασμό για την ονομασία κάτω από την ιμπεριαλιστή εποπτεία. Στην πραγματικότητα βέβαια ο «συμβιβασμός» αυτός δεν είναι προϊόν μιας ρεαλιστικής προσέγγισης του ζητήματος, αλλά προϊόν της υποτέλειας που σ’ όλες τις παραλλαγές της ποτέ δεν έπαψε να εκδηλώνεται. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι άνευ σημασίας και το όνομα ή η χρήση συμβόλων, αλυτρωτικής προπαγάνδας, χαρτών με νέα σύνορα κλπ., που μπορεί να χρησιμοποιηθούν από τους μόνιμους υπονομευτές της ειρηνικής συμβίωσης των λαών, για τον έλεγχο των σφαιρών επιρροής και την εξυπηρέτηση των σκοπών τους. Αυτό θα σήμαινε την επιδίωξη λύσης που να παίρνει υπόψη την ιστορική διαμόρφωση των λαών και τις πραγματικότητες του σήμερα, προϋποθέτοντας τη σαφή αποκήρυξη και απόρριψη κάθε άμεσης ή έμμεσης εδαφικής ή άλλης διεκδίκησης από τη μεριά της ΠΓΔΜ σε βάρος της Ελλάδας, όπως και από τη μεριά της Ελλάδας σε βάρος της ΠΓΔΜ. Ακόμη όμως και αν λυθούν τέτοια ή κάποια από αυτά τα ζητήματα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι κίνδυνοι για τους λαούς της περιοχής θα εκλείψουν, όσο οι κάθε λογής ιμπεριαλιστές συνεχίζουν να λυμαίνονται τον τόπο. Καθήκον των λαών της περιοχής είναι να αναπτύξουν τον αγώνα τους ενάντια στους αυτόκλητους προστάτες, να σταματήσει η αλυτρωτική προπαγάνδα, να υπάρξει αμοιβαία αναγνώριση του απαραβίαστου των συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας των χωρών, με στόχο τη διαφύλαξη της ειρήνης, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία των λαών.
Σχόλια