Κατώτατος Μισθός: Προκαλεί η Αχτσιόγλου
«Είναι πραγματικά λυπηρό ότι η διαβούλευση των κοινωνικών
εταίρων για τον κατώτατο μισθό έγινε χωρίς εκπροσώπηση των εργαζόμενων.
Στο τραπέζι βρέθηκαν οι εργοδοτικές οργανώσεις και δεν υπήρξε εκφορά της
εργατικής πλευράς, γιατί η ανώτατη Συνομοσπονδία εργαζομένων αποφάσισε
ότι δεν θέλει να συμμετάσχει, γιατί θεωρεί ότι είναι “προεκλογικού
χαρακτήρα” διαδικασία που θα κομίσει οφέλη στην κυβέρνηση. Αν είναι
δυνατόν δηλαδή αυτό να συνιστά σοβαρό λόγο για να μην συμμετέχει η
τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, η μόνη εκπροσώπηση των εργαζόμενων
στη χώρα».
Αυτά δήλωσε με θρασύτητα η υπουργός Εργασίας Αχτσιόγλου, μιλώντας στο κομματικό ραδιόφωνο την περασμένη Τρίτη. Νομίζει ότι επειδή η ΓΣΕΕ των αστογραφειοκρατών γαλαζοπράσινων εργατοπατέρων είναι εντελώς ξεφτιλισμένη στα μάτια των εργατών, μ' αυτόν τον τρόπο θα βγάλει λάδι την κυβερνητική πολιτική, τη μνημονιακή πολιτική. Οι εργάτες, όμως, δεν ξεγελιούνται από τέτοιου τύπου προπαγάνδα. Οσο σιχαίνονται τους εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ, άλλο τόσο σιχαίνονται την Αχτσιόγλου και τους ομοίους της. Οι οποίοι καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες για να ηρωοποιήσουν τους πουλημένους στο κεφάλαιο εργατοπατέρες.
Η ΓΣΕΕ ενεργεί εκ του ασφαλούς. Ξέρει ότι κυβέρνηση και καπιταλιστές θα προχωρήσουν στον καθορισμό του κατώτατου μισθού και χωρίς τη δική της συμμετοχή. Απέχει, λοιπόν, από τις σχετικές διαδικασίες και προσπαθεί να ξεπλυθεί στα μάτια των εργαζόμενων. Τι λέει η ΓΣΕΕ; Καταργήστε την Πράξη του Υπουργικού Συμβούλιου με την οποία μειώσατε τον κατώτατο μισθό και καθιερώσατε τον υποκατώτατο, αποκαταστήστε τον κατώτατο στα 751 ευρώ που ήταν μέχρι το 2012 και αφήστε μας να τον καθορίσουμε εμείς με τους εργοδότες, αφού προηγουμένως καταργήσετε τον νόμο Βρούτση, που πήρε τον κατώτατο μισθό από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τον κατέστησε αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης.
Ο Παναγόπουλος, σε ανύποπτο χρόνο, επί Σαμαροβενιζέλων, απαντώντας στην προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ που έλεγε ότι θα αποκαταστήσει μεμιάς τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, είχε πει ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει, γιατί θα καταρρεύσουν οι επιχειρήσεις! Επί της ουσίας, δε διαφωνεί με την Αχτσιόγλου και με τους καπιταλιστές, βρήκε όμως την ευκαιρία να το παίξει… ταξικός (επαναλαμβάνουμε: εκ του ασφαλούς). Προσέξτε πώς απάντησε η ΓΣΕΕ στην Αχτσιόγλου: «Θέλουμε πίσω τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, χωρίς διάκριση σε βάρος των νέων εργαζομένων. Θέλουμε πίσω τη συλλογική μας αυτονομία και τον απεγκλωβισμό των εργατικών κατακτήσεων από τη γραφειοκρατική διαδικασία – απροκάλυπτο πρόσχημα κοινωνικού διαλόγου της Κυβέρνησης πριν την ανακοίνωση της προειλημμένης απόφασης για τη ρύθμιση του κατώτατου μισθού. Αντί η Κυβέρνηση να απολογηθεί για τον θεσμικό “ενταφιασμό“ της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, κάνει αντιπολίτευση στα συνδικάτα για προφανώς επικοινωνιακούς λόγους».
Πρέπει να θυμίσουμε ότι η Αχτσιόγλου εφαρμόζει το νόμο Βρούτση, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε ως αντεργατικό και αντισυνταγματικό (γιατί καταργεί τη συλλογική διαπραγμάτευση με την οποία καθοριζόταν ο κατώτατος μισθός). Ποιο είναι το βασικό περιεχόμενο του νόμου Βρούτση; Οτι ο καθορισμός του κατώτατου μισθού αφαιρείται από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εκπροσώπων των εργαζόμενων και των καπιταλιστών εργοδοτών και περνά στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους, που καθορίζει τον κατώτατο μισθό με απόφαση του υπουργού Εργασίας. Με τη μνημονιακή αυτή ρύθμιση καταργήθηκε η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), που εδώ και δεκαετίες υπέγραφε η ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές οργανώσεις!
Και η φιλοσοφία του μνημονιακού νόμου και η διαδικασία που προβλέπει είναι κομμένες και ραμμένες στο πατρόν της κινεζοποίησης.
Ορίζεται ότι «το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Ο κατώτατος μισθός, λοιπόν, θα καθορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας. Οχι ανάλογα με τις ανάγκες των εργατών. Οχι ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Αλλά με «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» της εκάστοτε κυβέρνησης, δηλαδή του εκάστοτε θεματοφύλακα των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Ασορτί με την κεντρική φιλοσοφία της ρύθμισης είναι και η διαδικασία της «διαβούλευσης» που προβλέπεται. Τη «διαβούλευση» συντονίζει τριμελής Επιτροπή που αποτελείται από τον πρόεδρο του ΟΜΕΔ ως πρόσωπο και δύο «πρόσωπα κύρους» που ορίζουν οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας ως εκπροσώπους τους. Η εργατική πλευρά μένει απέξω (δε θέλουν ούτε την ξεφτιλισμένη ΓΣΕΕ).
Αυτή η Επιτροπή στέλνει προσκλήσεις σε «εξειδικευμένους επιστημονικούς ερευνητικούς και λοιπούς φορείς», μεταξύ των οποίων είναι η ΤτΕ, η ΕΛΣΤΑΤ, ο ΟΑΕΔ και τα ινστιτούτα των καπιταλιστικών συνδικάτων (ΙΟΒΕ, ΙΝΣΕΤΕ, ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ κτλ.). Παίρνει τις εκθέσεις αυτών των «εξειδικευμένων επιστημονικών φορέων», φτιάχνει φάκελο και τον στέλνει στο ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), το οποίο συντάσσει Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης «σε συνεργασία με επιτροπή αποτελούμενη από πέντε (5) ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σε θέματα οικονομίας και κυρίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής καθώς και εργασιακών σχέσεων». Είναι τόσο… ανεξάρτητοι αυτοί οι εμπειρογνώμονες που ορίζονται αποκλειστικά από υπουργούς με ΚΥΑ. Δύο από τον υπουργό Εργασίας, δύο από τον υπουργό Οικονομικών και ένας από τον υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας!
Οι… ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνήσουν με τις προτάσεις που υπέβαλαν οι άλλοι φορείς. Αυτοί φτιάχνουν το Πόρισμα που υποβάλλεται στον υπουργό Εργασίας, με τη μορφή Γνώμης. Δηλαδή δεν είναι υποχρεωτικό για τον υπουργό, ο οποίος «εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο, τον κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών, λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης». Στο φινάλε της διαβούλευσης-κοροϊδία, ο υπουργός «εκδίδει απόφαση καθορισμού του κατωτάτου μισθού για τους υπαλλήλους και του κατώτατου ημερομισθίου για τους εργατοτεχνίτες, μετά από τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου».
Υπάρχει και κάτι ακόμα. Η 6η ΠΥΣ του 2012 (την οποία δεν έχει καταργήσει, ούτε προτίθεται να καταργήσει η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) στο άρθρο 4, προβλέπει ότι «μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10%, αναστέλλεται η ισχύς διατάξεων νόμων, κανονιστικών πράξεων, Συλλογικών Συμβάσεων ή Διαιτητικών Αποφάσεων, οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων». Επομένως, για να υπάρξουν αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα, η ανεργία πρέπει να πέσει κάτω από 10% (αυτή τη στιγμή κινείται -μιλάμε για την επίσημη καταγραφή- μεταξύ 19% και 20%). Και ο νόμος Βρούτση, που φροντίζει ως κόρην οφθαλμού η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, είναι σαφής: για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού λαμβάνεται υπόψη (πέρα από την «παραγωγικότητα» και την «ανταγωνιστικότητα») η απασχόληση και το ποσοστό ανεργίας. Τη λογική την ξέρουμε: όταν υπάρχει υψηλή ανεργία, πρέπει να ρίχνονται στα τάρταρα μισθοί και μεροκάματα, για να έχουν… κίνητρο οι καπιταλιστές να κάνουν προσλήψεις!
Γι' αυτό και ξέρουμε καλά πως προσανατολίζονται σε μια αύξηση λίγων δεκάδων ευρώ το μήνα, ίσα-ίσα για να ασκήσουν προεκλογική δημαγωγία. Αξίζει τον κόπο να δούμε πώς σκέπτονται οι «καλοί» καπιταλιστές του ΣΒΒΕ (Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βόρειας Ελλάδας), με τους οποίους ο Τσίπρας είχε πει ότι «βρισκόμαστε στην ίδια πλευρά του ποταμού», ότι «βρισκόμαστε στο ίδιο πλοίο». Σε ανακοίνωσή του στις 20 Νοέμβρη ο («κοινωνικός εταίρος» πλέον) ΣΒΒΕ αναγνωρίζει ότι «το γενικότερο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, μετά την έξοδο της χώρας μας από τα μνημόνια, ουσιαστικά επιτάσσει την αύξηση του κατώτατου μισθού για λόγους καθαρά κοινωνικούς». Αυτό είναι το άνοιγμα στον φίλο τους τον Τσίπρα. Αμέσως μετά ο ΣΒΒΕ τονίζει ότι η αύξηση πρέπει να είναι «λελογισμένη», για να μην «επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας». Γι' αυτό, «το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού και η διαδικασία απόδοσής του, θα πρέπει να ειδωθούν υπό το πρίσμα της θετικής τους συμβολής στην οικοδόμηση του νέου “παραγωγικού μοντέλου“ της οικονομίας μας, το οποίο εν τέλει θα ενισχύσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, με την παραγωγή “διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων“». Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Οτι τα κέρδη θα πρέπει να είναι «αξιόλογα» και γι' αυτό οι μισθοί θα πρέπει να είναι «ανταγωνιστικοί» μ' αυτούς των «ομοειδών» χωρών (όπως ακριβώς τα έλεγε το πρώτο Μνημόνιο).
Για όσους δεν κατάλαβαν, ο ΣΒΒΕ συνοψίζει: «1. Το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού θα πρέπει να καθορισθεί και να είναι σύμφωνο με τις πραγματικές δυνατότητες ανάληψης του σχετικού κόστους από τις υφιστάμενες επιχειρήσεις. 2. Αύξηση του κατώτατου μισθού δεν μπορεί να συμβεί, αν δεν υπάρξει ταυτόχρονη μείωση των εργοδοτικών εισφορών και για τους εργαζόμενους και για τις επιχειρήσεις. 3. Η αύξηση θα πρέπει απαραίτητα να μη συμβεί “ακαριαία“, αλλά να συμβεί σταδιακά. Ο ΣΒΒΕ προτείνει η αύξηση να δοθεί τμηματικά σε βάθος τριετίας».
Αυτά δήλωσε με θρασύτητα η υπουργός Εργασίας Αχτσιόγλου, μιλώντας στο κομματικό ραδιόφωνο την περασμένη Τρίτη. Νομίζει ότι επειδή η ΓΣΕΕ των αστογραφειοκρατών γαλαζοπράσινων εργατοπατέρων είναι εντελώς ξεφτιλισμένη στα μάτια των εργατών, μ' αυτόν τον τρόπο θα βγάλει λάδι την κυβερνητική πολιτική, τη μνημονιακή πολιτική. Οι εργάτες, όμως, δεν ξεγελιούνται από τέτοιου τύπου προπαγάνδα. Οσο σιχαίνονται τους εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ, άλλο τόσο σιχαίνονται την Αχτσιόγλου και τους ομοίους της. Οι οποίοι καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες για να ηρωοποιήσουν τους πουλημένους στο κεφάλαιο εργατοπατέρες.
Η ΓΣΕΕ ενεργεί εκ του ασφαλούς. Ξέρει ότι κυβέρνηση και καπιταλιστές θα προχωρήσουν στον καθορισμό του κατώτατου μισθού και χωρίς τη δική της συμμετοχή. Απέχει, λοιπόν, από τις σχετικές διαδικασίες και προσπαθεί να ξεπλυθεί στα μάτια των εργαζόμενων. Τι λέει η ΓΣΕΕ; Καταργήστε την Πράξη του Υπουργικού Συμβούλιου με την οποία μειώσατε τον κατώτατο μισθό και καθιερώσατε τον υποκατώτατο, αποκαταστήστε τον κατώτατο στα 751 ευρώ που ήταν μέχρι το 2012 και αφήστε μας να τον καθορίσουμε εμείς με τους εργοδότες, αφού προηγουμένως καταργήσετε τον νόμο Βρούτση, που πήρε τον κατώτατο μισθό από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τον κατέστησε αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης.
Ο Παναγόπουλος, σε ανύποπτο χρόνο, επί Σαμαροβενιζέλων, απαντώντας στην προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ που έλεγε ότι θα αποκαταστήσει μεμιάς τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, είχε πει ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει, γιατί θα καταρρεύσουν οι επιχειρήσεις! Επί της ουσίας, δε διαφωνεί με την Αχτσιόγλου και με τους καπιταλιστές, βρήκε όμως την ευκαιρία να το παίξει… ταξικός (επαναλαμβάνουμε: εκ του ασφαλούς). Προσέξτε πώς απάντησε η ΓΣΕΕ στην Αχτσιόγλου: «Θέλουμε πίσω τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, χωρίς διάκριση σε βάρος των νέων εργαζομένων. Θέλουμε πίσω τη συλλογική μας αυτονομία και τον απεγκλωβισμό των εργατικών κατακτήσεων από τη γραφειοκρατική διαδικασία – απροκάλυπτο πρόσχημα κοινωνικού διαλόγου της Κυβέρνησης πριν την ανακοίνωση της προειλημμένης απόφασης για τη ρύθμιση του κατώτατου μισθού. Αντί η Κυβέρνηση να απολογηθεί για τον θεσμικό “ενταφιασμό“ της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, κάνει αντιπολίτευση στα συνδικάτα για προφανώς επικοινωνιακούς λόγους».
Πρέπει να θυμίσουμε ότι η Αχτσιόγλου εφαρμόζει το νόμο Βρούτση, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε ως αντεργατικό και αντισυνταγματικό (γιατί καταργεί τη συλλογική διαπραγμάτευση με την οποία καθοριζόταν ο κατώτατος μισθός). Ποιο είναι το βασικό περιεχόμενο του νόμου Βρούτση; Οτι ο καθορισμός του κατώτατου μισθού αφαιρείται από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εκπροσώπων των εργαζόμενων και των καπιταλιστών εργοδοτών και περνά στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους, που καθορίζει τον κατώτατο μισθό με απόφαση του υπουργού Εργασίας. Με τη μνημονιακή αυτή ρύθμιση καταργήθηκε η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), που εδώ και δεκαετίες υπέγραφε η ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές οργανώσεις!
Και η φιλοσοφία του μνημονιακού νόμου και η διαδικασία που προβλέπει είναι κομμένες και ραμμένες στο πατρόν της κινεζοποίησης.
Ορίζεται ότι «το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Ο κατώτατος μισθός, λοιπόν, θα καθορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας. Οχι ανάλογα με τις ανάγκες των εργατών. Οχι ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Αλλά με «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» της εκάστοτε κυβέρνησης, δηλαδή του εκάστοτε θεματοφύλακα των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Ασορτί με την κεντρική φιλοσοφία της ρύθμισης είναι και η διαδικασία της «διαβούλευσης» που προβλέπεται. Τη «διαβούλευση» συντονίζει τριμελής Επιτροπή που αποτελείται από τον πρόεδρο του ΟΜΕΔ ως πρόσωπο και δύο «πρόσωπα κύρους» που ορίζουν οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας ως εκπροσώπους τους. Η εργατική πλευρά μένει απέξω (δε θέλουν ούτε την ξεφτιλισμένη ΓΣΕΕ).
Αυτή η Επιτροπή στέλνει προσκλήσεις σε «εξειδικευμένους επιστημονικούς ερευνητικούς και λοιπούς φορείς», μεταξύ των οποίων είναι η ΤτΕ, η ΕΛΣΤΑΤ, ο ΟΑΕΔ και τα ινστιτούτα των καπιταλιστικών συνδικάτων (ΙΟΒΕ, ΙΝΣΕΤΕ, ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ κτλ.). Παίρνει τις εκθέσεις αυτών των «εξειδικευμένων επιστημονικών φορέων», φτιάχνει φάκελο και τον στέλνει στο ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), το οποίο συντάσσει Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης «σε συνεργασία με επιτροπή αποτελούμενη από πέντε (5) ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σε θέματα οικονομίας και κυρίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής καθώς και εργασιακών σχέσεων». Είναι τόσο… ανεξάρτητοι αυτοί οι εμπειρογνώμονες που ορίζονται αποκλειστικά από υπουργούς με ΚΥΑ. Δύο από τον υπουργό Εργασίας, δύο από τον υπουργό Οικονομικών και ένας από τον υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας!
Οι… ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνήσουν με τις προτάσεις που υπέβαλαν οι άλλοι φορείς. Αυτοί φτιάχνουν το Πόρισμα που υποβάλλεται στον υπουργό Εργασίας, με τη μορφή Γνώμης. Δηλαδή δεν είναι υποχρεωτικό για τον υπουργό, ο οποίος «εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο, τον κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών, λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης». Στο φινάλε της διαβούλευσης-κοροϊδία, ο υπουργός «εκδίδει απόφαση καθορισμού του κατωτάτου μισθού για τους υπαλλήλους και του κατώτατου ημερομισθίου για τους εργατοτεχνίτες, μετά από τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου».
Υπάρχει και κάτι ακόμα. Η 6η ΠΥΣ του 2012 (την οποία δεν έχει καταργήσει, ούτε προτίθεται να καταργήσει η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) στο άρθρο 4, προβλέπει ότι «μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10%, αναστέλλεται η ισχύς διατάξεων νόμων, κανονιστικών πράξεων, Συλλογικών Συμβάσεων ή Διαιτητικών Αποφάσεων, οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων». Επομένως, για να υπάρξουν αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα, η ανεργία πρέπει να πέσει κάτω από 10% (αυτή τη στιγμή κινείται -μιλάμε για την επίσημη καταγραφή- μεταξύ 19% και 20%). Και ο νόμος Βρούτση, που φροντίζει ως κόρην οφθαλμού η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, είναι σαφής: για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού λαμβάνεται υπόψη (πέρα από την «παραγωγικότητα» και την «ανταγωνιστικότητα») η απασχόληση και το ποσοστό ανεργίας. Τη λογική την ξέρουμε: όταν υπάρχει υψηλή ανεργία, πρέπει να ρίχνονται στα τάρταρα μισθοί και μεροκάματα, για να έχουν… κίνητρο οι καπιταλιστές να κάνουν προσλήψεις!
Γι' αυτό και ξέρουμε καλά πως προσανατολίζονται σε μια αύξηση λίγων δεκάδων ευρώ το μήνα, ίσα-ίσα για να ασκήσουν προεκλογική δημαγωγία. Αξίζει τον κόπο να δούμε πώς σκέπτονται οι «καλοί» καπιταλιστές του ΣΒΒΕ (Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βόρειας Ελλάδας), με τους οποίους ο Τσίπρας είχε πει ότι «βρισκόμαστε στην ίδια πλευρά του ποταμού», ότι «βρισκόμαστε στο ίδιο πλοίο». Σε ανακοίνωσή του στις 20 Νοέμβρη ο («κοινωνικός εταίρος» πλέον) ΣΒΒΕ αναγνωρίζει ότι «το γενικότερο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, μετά την έξοδο της χώρας μας από τα μνημόνια, ουσιαστικά επιτάσσει την αύξηση του κατώτατου μισθού για λόγους καθαρά κοινωνικούς». Αυτό είναι το άνοιγμα στον φίλο τους τον Τσίπρα. Αμέσως μετά ο ΣΒΒΕ τονίζει ότι η αύξηση πρέπει να είναι «λελογισμένη», για να μην «επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας». Γι' αυτό, «το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού και η διαδικασία απόδοσής του, θα πρέπει να ειδωθούν υπό το πρίσμα της θετικής τους συμβολής στην οικοδόμηση του νέου “παραγωγικού μοντέλου“ της οικονομίας μας, το οποίο εν τέλει θα ενισχύσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, με την παραγωγή “διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων“». Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Οτι τα κέρδη θα πρέπει να είναι «αξιόλογα» και γι' αυτό οι μισθοί θα πρέπει να είναι «ανταγωνιστικοί» μ' αυτούς των «ομοειδών» χωρών (όπως ακριβώς τα έλεγε το πρώτο Μνημόνιο).
Για όσους δεν κατάλαβαν, ο ΣΒΒΕ συνοψίζει: «1. Το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού θα πρέπει να καθορισθεί και να είναι σύμφωνο με τις πραγματικές δυνατότητες ανάληψης του σχετικού κόστους από τις υφιστάμενες επιχειρήσεις. 2. Αύξηση του κατώτατου μισθού δεν μπορεί να συμβεί, αν δεν υπάρξει ταυτόχρονη μείωση των εργοδοτικών εισφορών και για τους εργαζόμενους και για τις επιχειρήσεις. 3. Η αύξηση θα πρέπει απαραίτητα να μη συμβεί “ακαριαία“, αλλά να συμβεί σταδιακά. Ο ΣΒΒΕ προτείνει η αύξηση να δοθεί τμηματικά σε βάθος τριετίας».
Σχόλια