Οι πραγματικοί στόχοι της κυβερνητικής πρότασης για την ψευδεπίγραφη συνταγματική αναθεώρηση
Το καλοκαίρι του 2016 όταν η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ήρθε αντιμέτωπη με τον λαϊκό αναβρασμό που προκάλεσε η
ψήφιση των αντιλαϊκών «προαπαιτούμενων» της πρώτης αξιολόγησης του
τρίτου μνημονίου, άνοιξε στο πολιτικό τραπέζι το χαρτί της συνταγματικής
αναθεώρησης, σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί την πίεση που δεχόταν.
Στη συνέχεια δεν το προχώρησε, για να το επαναφέρει τώρα -με παρόμοιες
σκοπιμότητες, όπως και πριν δυο χρόνια- σε μια συγκυρία εντεινόμενης
πολιτικής φθοράς της και ενώ πλησιάζει ο χρόνος των βουλευτικών εκλογών.
Η κυβερνητική πρόταση αναθεώρησης του
Συντάγματος, που παρουσιάζεται με την ηχηρή περιγραφή του «σχεδίου
επαναθεμελίωσης(!) του πολιτεύματος σε δημοκρατικότερη βάση» και
περιλαμβάνει 5 άξονες με τους βαρύγδουπους τίτλους «Μία νέα
αρχιτεκτονική του πολιτεύματος», «Διακριτότητα κράτους-εκκλησίας»,
«Καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατίας», «Ισχυροποίηση του κράτους
δικαίου», «Θωράκιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και των ατομικών
ελευθεριών», έχει στόχους που ουδεμία σχέση έχουν με όσα δημαγωγικά
προβάλλει η κυβέρνηση.
Αποτελεί μια κίνηση που, κυρίως, αποσκοπεί
να φορέσει στην αντιλαϊκή πολιτική της ένα «δημοκρατικό» φερετζέ ενόψει
εκλογών. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται οι προτεινόμενοι άξονες
αναθεώρησής της που φέρουν τους παραπάνω δημαγωγικούς τίτλους. Πρόκειται
για ψευδεπίγραφες προτάσεις.
Ο άξονας για τη «διακριτότητα του κράτους
-εκκλησίας» συρρικνώνει το περιεχόμενο της «διακριτότητας» σε
«θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους » και τα όσα, ήδη, προσυμφώνησαν
και ανακοίνωσαν ο Αλ. Τσίπρας με τον Ιερώνυμο δεν επιβεβαιώνουν παρά το
ότι ο χωρισμός του κράτους από την εκκλησία παραπέμπεται στις ελληνικές
καλένδες.
Ο άξονας για τα «κοινωνικά δικαιώματα» που
αναφέρεται σε «σαφή κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως το
μοναδικό μέσο για τη διαμόρφωση του μισθού», σε «προστασία της
κοινωνικής ασφάλισης», σε «απαγόρευση άρσης του δημόσιου ελέγχου του
νερού και της ενέργειας», σε «προστασία της δημόσιας περιουσίας», είναι
χάρτινες λέξεις και μια χοντροκομμένη δημοκοπία, όταν την ίδια στιγμή η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τα μνημόνια και τις συμφωνίες με την ΕΕ που
εφαρμόζει ευλαβώς και τους νόμους της έχει δρομολογήσει σωρηδόν την
ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων Οργανισμών
κοινωνικών αγαθών, διατηρεί σε απαγόρευση τη συλλογική διαπραγμάτευση
για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και με κυβερνητική απόφαση
επιβάλλει τον κατώτατο μισθό, ενώ έχει ψηφίσει τον αντεργατικό νόμο
Κατρούγκαλου και υλοποιεί όλους τους μνημονιακούς νόμους κατεδάφισης της
κοινωνικής ασφάλισης.
Ο άξονας για «καθιέρωση θεσμών άμεσης
δημοκρατίας» παρουσιάζεται σα μια πρόταση «λαϊκής πρωτοβουλίας» για
διεξαγωγή δημοψηφισμάτων με όρους, ωστόσο, που φαλκιδεύουν, ουσιαστικά,
και την πραγματοποίησή τους αλλά και την ισχύ των αποτελεσμάτων τους (η
κυβέρνηση Τσίπρα έχει δώσει δείγμα γραφής γι’ αυτό στο δημοψήφισμα του
2015).
Η πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που
κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα, ενσωματώνει και «ρυθμίσεις» που απαντούν σε
ανάγκες που έχει το κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα για να εξασφαλίσει
τη μακροχρόνια εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής. «Ρυθμίσεις» που
τροποποιούν πολιτικές διαδικασίες διακυβέρνησης για να έχει «πολιτική
σταθερότητα», επιδίωξη που περιέγραψε και ο ίδιος ο κυβερνητικός
εκπρόσωπος λέγοντας ότι «το πολιτικό σύστημα υπέστη βαριά πλήγματα κατά
τη διάρκεια των μνημονίων» και ότι με βάση αυτή «την εμπειρία της
κρίσης» χρειάζονται «συγκλίσεις και συναινέσεις που είναι και νομικά
αναγκαίες για την αναθεώρηση του συστήματος». Την κατεύθυνση αυτή
υπηρετούν και οι προτεινόμενοι άξονες αναθεώρησης του Συντάγματος που
παρουσιάζονται ως «μία νέα αρχιτεκτονική του πολιτεύματος» και ως
«ισχυροποίηση του κράτους δικαίου», οι οποίες εμπεριέχουν τις προτάσεις
για την «εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας» (την υποχρέωση να συνοδεύεται η
πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης και από πρόταση για ανάδειξη
νέας κυβέρνησης), τη «δυνατότητα άμεσης εκλογής του Προέδρου της
Δημοκρατίας», τη «λελογισμένη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου
της Δημοκρατίας με στόχο την ενίσχυση του ρυθμιστικού, σταθεροποιητικού
και εγγυητικού του ρόλου» κλπ.
Η πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του
ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί, επίσης, μια κίνηση μέσα από την οποία η κυβέρνηση
θέλει, από τη μια, να βραχυκυκλώσει τα άλλα αστικά πολιτικά κόμματα σε
μια πολιτική συζήτηση αποδυνάμωσης της αντιπολίτευσής τους που
συγκεντρώνεται στα ζητήματα «συναίνεσης» αυτών των κόμματων με την
κυβέρνηση και, από την άλλη, να εξυπηρετήσει την τακτική της για μια
«αναδιάταξη πολιτικών συμμαχιών» που θα είχε ανάγκη στο μελλοντικό
κυβερνητικό σχέδιό της. Είναι εύγλωττη από αυτή την άποψη π.χ. η δήλωση
του κυβερνητικού εκπροσώπου πως «αναμένει με μεγάλο ενδιαφέρον την
τοποθέτηση της ΚΙΝΑΛ» για την κυβερνητική πρόταση αναθεώρησης του
Συντάγματος για το «αν θα εξακολουθήσει να ταυτίζεται με τη ΝΔ».
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνταγματική
αναθεώρηση δεν αντιστοιχεί ούτε στα δημοκρατικά ούτε στα κοινωνικά
αιτήματα του λαού. Είναι στοιχισμένη με τις απαιτήσεις του αστικού
πολιτικού συστήματος για την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής και την
αντιμετώπιση των «πολιτικών ασταθειών» που προκαλούν οι λαϊκές
αντιδράσεις. Και, οπωσδήποτε, με την προεκλογική προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ
να συγκαλύψει τις αμαρτίες του αντιλαϊκού έργου της κυβέρνησής του πίσω
από ένα ψευτοδημοκρατικό μανδύα.
Σχόλια