Ενα βήμα μπρος, πολλά βήματα πίσω (ή εθνικισμός και παραχάραξη σε φόντο κόκκινο)
Ενα θεατρικό έργο που πραγματεύεται τη ζωή και το θάνατο μιας ιστορικής προσωπικότητας οφείλει να σέβεται την αλήθεια. Οταν η προσωπικότητα αυτή είναι του διαμετρήματος ενός επαναστάτη κομμουνιστή που δε λύγισε, όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης, τότε οφείλει όχι μόνο να σέβεται την αλήθεια, αλλά και να προωθεί τις επαναστατικές ιδέες, αν θέλει να σταθεί στην πλευρά των καταπιεσμένων, και όχι να κρατιέται μακριά από τους «διχασμούς του παρελθόντος» μέσω μιας δήθεν «αποστασιοποιημένης» οπτικής γωνίας. Αναφέρομαι στο έργο του Γιώργου Κοτανίδη με τίτλο «ΟΜΠΙΝΤΑ» (που στα ρωσικά) σημαίνει πίκρα και (υποτίθεται ότι) παρουσιάζει τις τέσσερις τελευταίες μέρες πριν από την «αυτοκτονία» του Νίκου Ζαχαριάδη, την 1η Αυγούστου 1973. Δε θα ήθελα να σχολιάσω την καλλιτεχνική πλευρά του έργου, γιατί πρόκειται για ένα έργο που η πολιτική του ουσία είναι η κυρίαρχη, και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν πρωταγωνιστής είναι μία ηγετική προσωπικότητα του κομμουνιστικού κινήματος, όπως ο Ζαχαριάδης.
Πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς γι’ αυτή την «αυτοκτονία». Θα μπορούσε να γράψει ότι ο Ζαχαριάδης ενημερωνόταν για τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα και έβλεπε ότι διαφαινόταν η πτώση της χούντας που θα του έδινε τη δυνατότητα να επιστρέψει στην Ελλάδα, επομένως δεν είχε λόγο να αυτοκτονήσει εκείνη την περίοδο. Θα μπορούσε να γράψει για τη συνεχή παρακολούθησή του από την αστυνομία (την οποία δεν αμφισβητεί το έργο, ίσα-ίσα την παρουσιάζει με απόλυτη καθαρότητα) και τη δυνατότητα να ελέγχει όλα του τα γραπτά (και να τα παραποιεί) γι' αυτό και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τη γνησιότητά τους, θα μπορούσε τέλος να γράψει ότι αυτοί που ήθελαν τη φυσική του εξόντωση δεν ήταν «οι δικοί του» αλλά οι «σοβιετικοί» σοσιαλ-ιμπεριαλιστές και αυτοί που διέλυσαν το ΚΚΕ, βλέποντας ως το χειρότερο εφιάλτη τους έναν Ζαχαριάδη να επιστρέφει στην Ελλάδα και να χαλάει τη «σούπα» της νομιμοφροσύνης που επισφραγίστηκε με την υπογραφή του ίδιου του Φλωράκη στην ιστορική του δήλωση αποκήρυξης της βίαιης κατάληψης της εξουσίας, στον Αρειο Πάγο, στις 2 Οκτώβρη του 1974.
Ο Γιώργος Κοτανίδης, στη συζήτηση που ακολούθησε μετά την παράσταση, υποστήριξε ότι, είτε ο Ζαχαριάδης εξωθήθηκε στην αυτοκτονία είτε τον σκότωσαν, η ουσία είναι η ίδια. Βλέπει δηλαδή την «αυτοκτονία» ως πράξη πολιτικής καταγγελίας (και ταυτόχρονα αδιεξόδου μετά από 17 χρόνια εξορίας) και όχι ως πράξη δειλίας. Ενας ηγέτης, όμως, του διαμετρήματος του Ζαχαριάδη γνώριζε ότι η αυτοκτονία δε θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί από τους κομμουνιστές ως πράξη πολιτικής καταγγελίας εκείνη την εποχή (το αντίθετο μάλιστα, θα στιγματιζόταν ότι «έσπασε»).
Ομως, ακόμα κι αν ο Κοτανίδης έδειχνε ότι τον Ζαχαριάδη τον δολοφόνησαν, το αποτέλεσμα της παράστασής του θα ήταν το ίδιο. Γιατί μπορεί ο Κοτανίδης να φαίνεται ότι «δικαιώνει» τον Ζαχαριάδη ως επαναστάτη κομμουνιστή της παλιάς γενιάς, να δίνει κάποια στοιχεία για την αντίστασή του στην αντεπαναστατική στροφή του ΚΚΕ, να παρουσιάζει ένα μέρος του αντιλόγου κατά του οχετού που οι επικριτές του εκστόμισαν εναντίον του (π.χ. αναφορικά με την αποχή του ’46, την εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού, που οι κατακριτές του χαρακτήρισαν τυχοδιωκτισμό, την «προσωπολατρεία» κτλ) και να τον παρουσιάζει ως ασυμβίβαστο επαναστάτη που δεν ξεπουλιέται για την καρέκλα, όμως αυτό δεν το κάνει για να τον δικαιώσει πολιτικά (το αναφέρει ο ίδιος ξεκάθαρα, ότι δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική διάσταση αλλά η τραγική), αλλά για να φτιάξει έναν Ζαχαριάδη που να χωράει στην κουλτούρα της εθνικής «συμφιλίωσης» του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘80. Εναν Ζαχαριάδη «μεγάλο Ελληνα», που εξοντώθηκε από τους σοβιετικούς όχι γιατί αντιστάθηκε στη δεξιά στροφή που συντελέστηκε μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, όχι γιατί αντιστάθηκε στην απάτη του «ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό» και την αντικατάσταση της επανάστασης από τη συμμετοχή στις εκλογές, όχι γιατί στιγμάτισε την προδοσία της Βάρκιζας (γι' αυτά δε λέει κουβέντα το έργο), αλλά γιατί «οι σοβιετικοί τον εξοντώνουν επειδή ακριβώς θέλει να κρατήσει την ελληνική ανεξαρτησία του»
Αυτό φαίνεται και στο έργο, όταν τον κατηγορούν ότι «η θεωρία των δύο πόλων ήταν στη γραμμή του εθνικού κομμουνισμού» και ο «Ζαχαριάδης» (όχι ο πραγματικός, αλλά αυτός που κατασκεύασε ο Κοτανίδης) απαντά: «Ναι λοιπόν, ήταν στη γραμμή του εθνικού κομμουνισμού γιατί χωρίς να το θέλει ο κάθε λαός δεν μπορείς να του επιβάλεις απ’ έξω τον κομμουνισμό»! Ομως η θεωρία των δύο πόλων δεν έχει καμία σχέση με κανέναν «εθνικό κομμουνισμό»! Δεν είχε καμία σχέση με αυτό που παρουσίασε ο Κοτανίδης, ότι «η Ελλάδα μπορεί να είναι σοσιαλιστική χώρα και φίλη της Σοβιετικής Ενωσης αλλά ταυτόχρονα πρέπει να είναι φίλη και με την Αγγλία», βάζοντάς τον να κατηγορεί τον Κολιγιάννη ότι είναι εκτός πραγματικότητας, όταν ο τελευταίος τον ρωτάει «πώς μπορούσε η Ελλάδα να είναι σύμμαχος με την ιμπεριαλιστική Αγγλία»;
Η θεωρία των δύο πόλων αφορούσε στη στάση που θα έπρεπε να κρατήσει το ΚΚΕ μέσα στις συνθήκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με στόχο να ξεφύγει από την πολιτική υποχώρησης στη Βρετανία, με την οποία νοθεύτηκε το ΕΑΜικό κίνημα. Αυτό το υποστήριξε ακόμα κι ο ίδιος ο μετέπειτα επικριτής του Ζαχαριάδη, Κώστας Κολιγιάννης (Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ από το 1956 μέχρι το 1972), στην 3η συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το 1950, όπου είπε: «Στη 12η ολομέλεια όλη η προσπάθεια του σ. Ζαχαριάδη ήταν να θυμίσει τον πραγματικό ρόλο της Αγγλίας στην Ελλάδα, ότι η Αγγλία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας, να αποσπάσει το Κόμμα από την ουσιαστική υποταγή στην αγγλική πολιτική, να το συνδέσει με τον άλλο πόλο, τη Σοβιετική Ενωση κτλ να επαναφέρει δηλαδή το Κόμμα στο σωστό δρόμο. Και αυτό πραγματικά το πέτυχε παρά τις σχετικές συγχύσεις, το πέτυχε ολοκληρωτικά» (πρακτικά, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2010, σελ. 154). Γι’ αυτό και ο Κολιγιάννης, μερικά χρόνια μετά (και στην 6η ολομέλεια του 1956 και στην 7η του 1957), μπορεί να εξαπολύει μύδρους ενάντια στον Ζαχαριάδη, όμως δε λέει κουβέντα για τη θεωρία των δύο πόλων (για την οποία υπάρχει μία σύντομη αναφορά στην εισήγηση του Γκεοργκίου Ντεζ στην 6η ολομέλεια του 1956), αλλά επικεντρώνεται κυρίως στην «προσωπολατρεία», το «σεχταρισμό» και σε δύο ακόμα ζητήματα που έμελλαν να αποτελέσουν βασικά ιδεολογικά εργαλεία για τη δεξιά στροφή που επιβλήθηκε στο ΚΚΕ. Το πρώτο αφορά στο υποτιθέμενο «θεμελιώδες λάθος» της αποχής από τις νόθες εκλογές του 1946 (που ο ίδιος ο Ζαχαριάδης και το ΚΚΕ, στην 3η Συνδιάσκεψή του το 1950, είχε χαρακτηρίσει ως λάθος τακτικής, όχι όμως ουσιώδους σημασίας), που αυτοί που διέλυσαν το ΚΚΕ το παραφούσκωσαν για να δικαιολογήσουν τη μετέπειτα άποψή τους για «πέρασμα στο σοσιαλισμό» μέσω των εκλογών, και το δεύτερο αφορά στο «λάθος» της άποψης για σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα, που αυτοί που διέλυσαν το ΚΚΕ το απέρριπταν μετά βγελυγμίας, αφού δε χωρούσε τους «αστούς συνεπείς δημοκράτες», για τους οποίους μιλούσε ο Κολιγιάννης στην εισήγησή του στην 7η πλατιά ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, η οποία διέγραψε τον Ζαχαριάδη από το κόμμα, με τον Κολιγιάννη να υποστηρίζει ότι «έκανε τόση ζημιά που δεν μπορούσαν να κάνουν δεκάδες προβοκάτορες».
Ομως ο «αποστασιοποιημένος» Κοτανίδης δεν ενδιαφέρεται γι' αυτά. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να παρουσιάσει έναν Ζαχαριάδη που υποστηρίζει ακόμα και «το ΟΧΙ που είπε ο Μεταξάς»(!), όταν ο Ζαχαριάδης δεν ισχυρίστηκε ποτέ κάτι τέτοιο. Αλλο πράγμα είναι να δώσουν οι κομμουνιστές χωρίς επιφύλαξη τη στήριξή τους στον πόλεμο που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά κι άλλο ότι το «ΟΧΙ» το είπε ο Μεταξάς. Ο Ζαχαριάδης, με την πολιτική διορατικότητα που τον διέκρινε, είδε ότι ο πόλεμος ενάντια στον ιταλικό φασισμό ήταν ένας πόλεμος εθνικοαπελευθερωτικός και υπέρ της Σοβιετικής Ενωσης και όχι ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Αυτό δεν το έκανε επειδή «το έλεγε η καρδιά του», όταν «ο εχθρός επιτίθεται στην πατρίδα» (όπως τον βάζει να λέει ο Κοτανίδης), αλλά επειδή ήταν επαναστάτης κομμουνιστής. Οταν όμως ο πόλεμος πήρε χαρακτήρα ιμπεριαλιστικό, με την εισβολή στην Αλβανία, με το δεύτερο ανοιχτό του γράμμα, ένα μήνα μετά το πρώτο (το οποίο ο Κοτανίδης αποσιώπησε με… επιμέλεια), ο Ζαχαριάδης ζήτησε το σταμάτημα του πολέμου, αποχώρηση των πολεμικών δυνάμεων της Αγγλίας και ειρήνη με τη μεσολάβηση της Σοβιετικής Ενωσης. Στο τρίτο του γράμμα (το οποίο επίσης «ξέχασε» ο Κοτανίδης), τρεις μήνες μετά από το πρώτο, υποστήριξε ότι η «προσωρινή διοίκηση» του ΚΚΕ (που ήταν αποδεδειγμένα κατασκεύασμα της Ασφάλειας) κατάντησε το πρώτο ανοιχτό γράμμα σοσιαλπατριωτικό ντοκουμέντο. Αυτά όμως δεν ταιριάζουν στο «μεγάλο Ελληνα» που θέλησε να κατασκευάσει ο Κοτανίδης, όπως δεν ταιριάζει το γεγονός ότι ο Ζαχαριάδης είχε περάσει από τις γραμμές του ΚΚ Τουρκίας γιατί ήταν διεθνιστής και επαναστάτης (το γεγονός αυτό επίσης αποσιωπάται από το πρόγραμμα της παράστασης, αν και αναφέρει αρκετά αναλυτικά τη ζωή του από τη γέννησή του μέχρι το 1945). Ο πατριωτισμός του Ζαχαριάδη και του ΚΚΕ δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τον «πατριωτισμό» των μοναρχοφασιστών. Ηταν πατριωτισμός για την Ελλάδα της εργατιάς, της αγροτιάς και των καταπιεσμένων και όχι των καπιταλιστών και των δωσίλογων. Ομως ο Κοτανίδης θα ήθελε να ξαναγραφτεί η Ιστορία «και από τις δύο πλευρές», αφού κατά την άποψή του αποτελεί «ανωριμότητα» και «ρηχότητα» του ελληνικού λαού το ότι επί δεκαετίες στιγμάτιζε τους δωσίλογους και τους μοναρχοφασίστες ως προδότες!
Αυτό λοιπόν είναι το «διά ταύτα». Οτι ο Ζαχαριάδης είναι κι αυτός ένας «φανατικός Ελληνας» που θα πρέπει να τον κατατάξουμε στους άλλους μεγάλους Ελληνες, όπως ο Βενιζέλος, γιατί όχι και ο Καραμανλής; Οτι ο Ζαχαριάδης εξοντώθηκε από τον «σταλινισμό» και από το σύστημα που υπηρετούσε και όχι από αυτούς που ανέτρεψαν το σύστημα για το οποίο αγωνίστηκε. Οτι η επανάσταση τρώει τα παιδιά της, γι' αυτό σήμερα δε χρειάζονται επαναστάσεις αλλά «εθνική συμφιλίωση»!
Αυτά τα πράγματα δεν είναι καινούργια. Πριν από 32 χρόνια (το Μάη του 1984), ο Μάρκος Βαφειάδης συναντήθηκε με τον πρώην αρχηγό ΓΕΣ Θρασύβουλο Τσακαλώτο και του είπε «στρατηγέ μου κάναμε λάθος» (η συνάντηση κινηματογραφήθηκε από την ιταλική τηλεόραση RAI). Και οι δύο δώσανε τα χέρια και προσκύνησαν τον «μέγα συμφιλιωτή» Ανδρέα Παπανδρέου που ευνούχισε την έννοια της εθνικής αντίστασης για να πετύχει το «σοσιαλισμό» του. Πριν από μερικά χρόνια (το 2009), ο Παντελής Βούλγαρης επιχείρησε ξανά να πλασάρει την «εθνική συμφιλίωση» με το έργο «Ψυχή Βαθιά», στο οποίο έβαλε τον Θανάση Βέγγο να λέει το αμίμητο «Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες;;».
Μακριά λοιπόν από τους «διχασμούς»! Ο ίδιος ο Κοτανίδης απέφυγε όπως ο διάολος το λιβάνι να γειώσει στη σημερινή πραγματικότητα την υπόθεση Ζαχαριάδη και την αντίσταση στους δωσίλογους που και σήμερα μακελεύουν την εργατική τάξη της πατρίδας μας. Το είπε ανοιχτά σε ερώτημα που του έθεσα, προσθέτοντας ότι δεν μπορούμε να κατηγορούμε μονίμως τους άλλους σαν προδότες, ότι φταίει και ο λαός που υιοθέτησε τον αμερικάνικο τρόπο ζωής και πήρε δάνεια για να πάρει δυο και τρία αυτοκίνητα!!! Μόνο ότι «μαζί τα φάγαμε» δεν μας είπε, αλλά αυτό… εξυπακούεται!
Θα προτείναμε στον κ. Κοτανίδη, ο οποίος μας αποκάλυψε ότι σχεδιάζει ντοκιμαντέρ που θα δίνει απαντήσεις σε πολλά ζητήματα για τον Ζαχαριάδη και τα όσα διαδραματίστηκαν στο κομμουνιστικό κίνημα, να κάνει και ένα θεατρικό έργο για τη σημερινή πολιτική κατάσταση και για το πώς φτάσαμε στο Μνημόνιο. Θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να μάθουμε πώς φταίμε «κι εμείς» που θέλαμε να ζήσουμε με δανεικά. Και να μας αναλύσει πόσο σημαντική είναι η «Ευρώπη» και πόσο ρηχοί ήταν οι περισσότεροι Ελληνες που δεν ψήφισαν το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015, όπως έκανε ο ίδιος, προσυπογράφοντας τη διακήρυξη υπέρ του «ΝΑΙ» μαζί με άλλους 84 «καλλιτέχνες» (http://www.fortunegreece.com/article/ne-stin-ellada-ne-sto-evro-diakirixi-85-diakekrimenon-ellinon/)!
Εκεί καταντάει κανείς όταν εξαφανίζει τις τάξεις, την ταξική πάλη, την εκμετάλλευση και την ταξική καταπίεση και «φιλοσοφεί» με κύριο γνώμονα τον εθνικισμό και την ταξική συμφιλίωση.
Ενα σημείο που δε θα πρέπει να μείνει ασχολίαστο είναι οι εμφανείς αντιφάσεις του έργου αναφορικά με τη στάση του Ζαχαριάδη προς τη νέα ηγεσία του ΚΚΕ. Από τη μια εμφανίζει τον Ζαχαριάδη να θεωρεί τον Φλωράκη με κατάρτηση και μυαλό, αλλά χωρίς ουσιαστική διαφορά από τον Κολιγιάννη. Τον εμφανίζει (και σωστά) να αρνείται να αναγνωρίσει τη νέα ηγεσία και να συνεργαστεί μαζί της, ταυτόχρονα όμως τον εμφανίζει να εύχεται με όλη του την ψυχή σε αυτούς που φορτώθηκαν το δύσκολο έργο να ξαναστήσουν το κουκουέδικο στα πόδια του (ποιοι άραγε, αν όχι η νέα ηγεσία Φλωράκη;) να πετύχουν απόλυτα, ολοκληρωτικά! Αυτό υποτίθεται ότι το λέει στο γράμμα «από την άλλη μεριά». Αν όμως ήταν έτσι, γιατί δεν πήγε κι ο ίδιος να τους βοηθήσει; Μήπως γιατί το γράμμα είχε… μαγειρευτεί κατάλληλα από τα «παράσιτα» που ο ίδιος ο Ζαχαριάδης σε άλλη επιστολή του (βλ. το επίσης «μαγειρεμένο» γράμμα προς σ. Γιάννη και Εβγένη, που χρησιμοποίησε η μετέπειτα ηγεσία του ΚΚΕ για να παρουσιάσει ένα Ζαχαριάδη υπέρ των «σοβιετικών») προειδοποιούσε; Ας μην ξεχνάμε ότι όλα τα γράμματα του Ζαχαριάδη ελέγχονταν από την KGB…
Οσο για την κριτική του Περισσού στο έργο, τι να πει κανείς; Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί… Τι να παραδεχτεί ο Περισσός, ότι είναι συνυπεύθυνος στην εξόντωση του Ζαχαριάδη ή ότι η «αποκατάστασή» του μετά από μισό αιώνα έγινε μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους, την ίδια στιγμή που ο Περισσός έχει μετατραπεί πλέον σε ένα καθ’ όλα νομιμόφρον αστικό πολιτικό κόμμα; Μήπως έχουν ποτέ ξεκόψει από την ιδεολογική μήτρα που τους γέννησε, που ήταν η κλίκα Κολιγιάννη και σία;
Η υπεράσπιση του Τσίπρα ως «θεσμού» που τον «τίμησε» με την επίσκεψή του ήταν απόλυτα φυσική από τη μεριά του Κοτανίδη. Τα γιουχαΐσματα στον πρωθυπουργό δεν ταιριάζουν σε ένα… πολιτισμένο λαό που θα πρέπει να σέβεται αυτούς που τον καταδικάζουν στην πείνα και τον μαρασμό!
Κ. Βάρλας
Σχόλια