Κινηματογραφική προβολή 10/4/14: ΠΑΡΙΣΙ, ΤΕΞΑΣ

Φίλοι και φίλες, γειά χαρά!

Αυτή την Πέμπτη 10/4 ταξιδεύουμε κινηματογραφικά σε ένα άλλο, άγνωστο Παρίσι, αυτό της αμερικάνικης Δύσης. 

Όχημά μας, μια ταινία που αγαπήθηκε όσο λίγες, ένα αλληγορικό δοκίμιο πάνω στα road movies 
και ένα φιλμ που είναι ίσως το ανυπέρβλητο σημείο στην καριέρα του μεγάλου δημιουργού Βιμ Βέντερς:
Inline image 1


ΠΑΡΙΣΙ, ΤΕΞΑΣ

PARIS, TEXAS | Δυτ. Γερμανία-Γαλλία 1984 | Έγχρ. | 2h 25

Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς
Σενάριο: Σαμ Σέπαρντ, βασισμένο στη συλλογή διηγημάτων του: Χρονικά των μοτέλ (Motel Chronicles
Μουσική: Ράι Κούντερ
Φωτογραφία: Ρόμπι Μίλερ
Παίζουν: Χάρι Ντιν Στάντον, Ναστάσια Κίνσκι, Ντιν Στόκγουελ, Ορόρ Κλεμάν, Χάντερ Κάρσον


Εν τω μέσω της ερήμου, ένας άνδρας καταρρέει. Δεν μιλάει, δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν. Ένα νούμερο τηλεφώνου, που θα βρεθεί πάνω του, θα φέρει τον αδελφό του σ’ αυτή την απομακρυσμένη επαρχία της Αμερικής. Σύντομα θα αρχίσουμε να μαθαίνουμε αποσπασματικά κομμάτια της προηγούμενης ζωής του, την ώρα που νότες επαναλαμβανόμενες, σχεδόν απειλητικές -η μοναδική κιθάρα του Ράι Κούντερ- συνοδεύουν την προσπάθειά του να ορίσει το παρελθόν του και να αποφασίσει για το μέλλον του. Ο Tράβις είναι εδώ και τέσσερα χρόνια εξαφανισμένος στην έρημο. Ο Γουόλτ, ο αδελφός του, θα τον συνοδεύσει σπίτι του στο Λος Αντζελες, όπου ο Tράβις, σε μια τραυματική συνάντηση, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον επτάχρονο γιο του, τον Xάντερ. Το παρελθόν επιστρέφει αμείλικτο, καθώς τώρα είναι αναγκασμένος να αναμετρηθεί με ότι απέφευγε τόσο καιρό: τη διάλυση της οικογένειάς του. Θα αναζητήσει την πρώην γυναίκα του, Tζέιν και θα επιχειρήσει για πρώτη φορά να κοιτάξει καταπρόσωπο την προσωπική του τραγωδία, να αναμετρηθεί με τον πόνο.

Χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα (τα πιο υπέροχα πράσινα, κόκκινα και γαλάζια), ένα σχεδόν συμβολικό τίτλο (το Παρίσι που δεν θα γίνει ποτέ ευρωπαϊκό, αλλά θα παραμείνει χαμένο κάπου στο... Τέξας), ο Βιμ Βέντερς κάνει εικόνα το σενάριο του Σαμ Σέπαρντ και κατορθώνει, με τη βοήθεια του ερμηνευτή του, Χάρι Ντιν Στάντον, να φτιάξει ένα γουέστερν όπου δεν σκοτώνουν τα όπλα, αλλά τα συναισθήματα. Και καθώς η ώρα περνά, αυτά που αγνοούμε βγαίνουν αργά στην επιφάνεια και οδηγούν σε ένα μελαγχολικό κρεσέντο, μια συγκλονιστική σκηνή πίσω από ένα τζάμι, όπου τα πρόσωπα των δύο πρώην εραστών (πόσο όμορφη μπορεί να είναι η Ναστάσια Κίνσκι σε αυτή την ταινία;) γίνονται ένα. Και ύστερα πάλι δύο. Για να σηματοδοτήσουν έτσι όλα όσα τους ενώνουν. Αλλά και όσα τους χωρίζουν.

Ο σκηνοθέτης ξεκαθαρίζει εξαρχής τις προθέσεις του. Με βασανιστικούς ρυθμούς και μια ισορροπημένη, συμπαγή αφήγηση, κινηματογραφεί τον κεντρικό ήρωα με ένα πολύ γενικό πλάνο, δραματικοποιώντας την ασημαντότητά του μέσα στις αέναες ερημικές εκτάσεις. Αντάμα με το απροσδιόριστο της πορείας του και τη μυστηριακή εξωτερική του εμφάνιση, ο κεντρικός χαρακτήρας οριοθετείται σαν ένας αποπροσανατολισμένος ήρωας που έχει απαρνηθεί τις οδούς της σύγχρονης κοινωνίας. Ωστόσο, παρά την κριτική που η ταινία ασκεί και θα ασκήσει στον ανθρώπινο παράγοντα, δείχνει να διαβαίνει χειροπιασμένη με αυτόν. Τα φωτεινά χρώματα, κόντρα σε αυτό που θα περίμενε κανείς, εκμηδενίζουν την απόσταση μεταξύ των ηρώων και του θεατή, ο οποίος τελικά συμπάσχει με τις κόκκινες περιπαθούσες ψυχικές αποχρώσεις τους.

Το σενάριο που ο Σέπαρντ έγραψε βασιζόμενος σε διηγήματά του είναι πολύ στιβαρό και ξεχωρίζει για την χαρακτηρολογική δύναμη πάνω στους ήρωες. Ωστόσο το έργο είναι μια βαθύτερη αφήγηση για τις ελπίδες· τις ελπίδες που σβήνουν μέσα στην αρένα της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας. Αυτή την κοινωνία θα καυτηριάσει και θα εγκαλέσει ο Βιμ Βέντερς, μέσω εμβληματικών συμβόλων της χώρας, με αποκορύφωμα την αμερικάνικη σημαία πάνω στην μυστηριώδη και θηριώδη τράπεζα-κατοπτρισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε το κράτος. Οι άνθρωποι δείχνουν υπνωτισμένοι και γαλουχημένοι στις ‘υψηλές’ ιδέες και στο ψεύτικο λαϊφστάιλ. Η ευτυχία είναι αυτό που κυνηγούν όλοι, όμως φαίνεται να μην γνωρίζουν τον τρόπο. Η επιστροφή του Τράβις, βιολογικού πατέρα του Χάντερ, ο οποίος διαμένει με τους θείους του, έρχεται να ταράξει τη ‘δανεική’ ευτυχία των τελευταίων. Ο Βέντερς τους κινηματογραφεί με χαρακτηριστική απόσταση, τονίζοντας μάλλον μιαν άλλη απόσταση, αυτήν που έχουν από την αληθινή οδό της ευτυχίας, όντας και οι ίδιοι βυθισμένοι στις δομές του σύγχρονου κόσμου.

Ο ήρωας όμως που αποκτά τεράστιο ενδιαφέρον είναι ο Χάντερ. Το εναρκτήριο κάδρο, υπό τον επαναπατρισμό του Τράβις, ταυτίζεται με το βλέμμα του μικρού Χάντερ, που βρίσκεται στη σοφίτα και παρακολουθεί αφ’ υψηλού τη δράση, όπως ακριβώς και ο θεατής. Παρά την ευστροφία του και την δυνατότητά του να προσαρμόζεται αμέσως στις καταστάσεις, τα σημάδια είναι μάλλον δυσοίωνα· γιατι αυτή η νέα γενιά είναι που γαλουχείται ακόμα πιο εύκολα σε αυτόν τον δήθεν υψηλό τρόπο ζωής, όπως μαρτυρούν η δίψα του μικρού για αυτοκίνητα και φαστ φουντ, αλλά και οι ιδέες του περί πλούτου. Παρ’ όλα αυτά, θα ακολουθήσει τον Τράβις στο ταξίδι για την εύρεση της μητέρας Τζέιν, με την κρυφή ελπίδα της αναδημιουργίας της οικογένειας. Την περιπλάνησή τους ντύνουν μουσικά οι μακριές νότες στις ηλεκτρισμένες χορδές του Ράι Κούντερ, φτιάχνοντας μια τεταμένη ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε άλλες χορδές, αυτές της ζωής, όπου οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες χαράζουν βαθύτερα τις ανήλικες καρδιές των ανθρώπων. Το ‘ανήλικο’ στοιχείο των ενηλίκων υπερτονίζεται στη σχέση Χάντερ-Τράβις, όπου η μοίρα του πατέρα πολλές φορές περιέρχεται υπό την κηδεμονία του γιου του, αμφισβητώντας έτσι την ωριμότητα αλλά και την ικανότητα των μεγαλύτερων να διαχειριστούν την ζωή τους.

Η ταινία οδηγείται σιγά σιγά στο τέλος της, με την ανεύρεση της Τζέιν σε ένα παράδοξο ‘πορνείο’. Εδώ οι εμβληματικοί συμβολισμοί κορυφώνονται: το άγαλμα της Ελευθερίας στέκει σε ένα φθαρμένο γκράφιτι στους τοίχους του κτιρίου και υλοποιεί μια τολμηρή δήλωση πανεθνικής αυτοϊκανοποίησης. Σε αυτό το κτίριο θα υλοποιηθεί και η επικοινωνία μεταξύ Τζέιν και Τράβις, με έναν καθρέφτη να τους χωρίζει. Τα αλλοιωμένα είδωλα και οι αντανακλάσεις είναι περισσότερο από μεταφορικά της θέσης των ατόμων στην σύγχρονη κοινωνία. Ο ποιητικός μονόλογος-κατάθεση ψυχής του Τράβις ορίζει μια μοναδική ιστορία ευτυχίας που όμως δεν ευδοκίμησε. Ο Βιμ Βέντερς δεν θα αποδώσει ευθύνες, αλλά θα καταδείξει ότι οι πλάτες των ανθρώπων στέκουν αδύναμες και ανέτοιμες να βαστάξουν αυτό το αληθινά ωραίο. Η ματαιοδοξία, η ανασφάλεια, οι τριβές και η απάθεια είναι αυτές που χαρακώνουν το αύριο. Έχουν διεισδύσει μέσα στους ανθρώπους και αυτές οδηγούν το μέλλον, βάσει ενός ξένου παρελθόντος... Μητέρα και γιος θα ανταμώσουν, ο Τράβις όμως θα αποχωρήσει οριστικά. Μαζί του θα αποχωρήσουν και τα κόκκινα χρώματα. Η ελπίδα έχει σβήσει τελειωτικά, όπως δηλώνουν και τα αριστουργηματικά πράσινα φώτα στο ψυχολογικά φορτισμένο φινάλε της ταινίας.

Το Παρίσι, Τέξας πρωτοπροβλήθηκε στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ Καννών του 1984, όπου σάρωσε τα βραβεία και των τριών επιτροπών, με κορυφαίο τον Χρυσό Φοίνικα. Την ίδια χρονιά απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και διακρίθηκε με υποψηφιότητες καλύτερης ταινίας και άλλες κατηγορίες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανεμογεννήτριες: Μικρό όφελος - μεγάλη καταστροφή λένε τώρα οι επιστήμονες.

Σχόλιο