Κυνηγώντας την απόδειξη από την τυρόπιτα μπορούμε να ξεχάσουμε τις 57 φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών
Του Πάσχου Λαζαρίδη.
Ιστορικό ήταν το «κίνημα αποδείξεων» που εξαπέλυσε ο Γ. Παπακωνσταντίνου. Ο πρωτομάστορας της οικονομικής χρεοκοπίας, πρωτεργάτης του μνημονίου και παραχαράκτης της λίστας Λαγκάρντ, είχε βρει στο πρόσωπο του φοροδιαφεύγοντα υδραυλικού τον ένοχο για τα δεινά του νεοελληνικού κράτους. Το "κίνημα αποδείξεων" επιχείρησε να εδραιώσει και να δικαιώσει την έμμεση φορολογία, να βγάλει από το κάδρο τις νόμιμες φοροαπαλλαγές προς τους πλούσιους και να περιορίσει το πρόβλημα της μαύρης οικονομίας στον επαγγελματία και στον έμπορο. Από τότε μέχρι σήμερα πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι, αλλά αυτή η βαθιά υστερόβουλη και κουτοπόνηρη αφήγηση παραμένει.
Ο σουπερστάρ Γ. Βαρουφάκης, ανάμεσα στα άλλα θα αφήσει εποχή και για
την ευφυή σύλληψη των φοιτητών ή των τουριστών που ως εποχιακά
απασχολούμενοι θα καταδίδουν τον φοροφυγά επαγγελματία ή μικρέμπορα. Όσο
κι αν η στρατιά των κομματικών υπερασπιστών σπεύδει να βρει ανήκουστα
–για την Αριστερά- επιχειρήματα για να στηρίξει την κυβερνητική
μετάλλαξη, καλό είναι να θυμηθούμε ορισμένα πράγματα:
1. Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί ότι θα φέρει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα όπου οι πλούσιοι επιτέλους θα πληρώσουν. Μνημειώδεις ήταν οι εν χορώ δηλώσεις σύσσωμου του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ για τις 57 (!) φοροαπαλλαγές που αφορούν τους εφοπλιστές. Από τη φορολόγηση στον πλούτο – ένεκα της τρόικας που δεν τη λέμε τρόικα – περάσαμε ξανά στην εποχή Παπακωνσταντίνου: κυνήγα την απόδειξη που δε σου κόβει ο ηλεκτρολόγος ή η κομμώτρια. Αυτό σε απλά ελληνικά το λέμε αθώωση των μεν, καταδίκη των δε.
2. Επίσης προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί άμεση επαναφορά του αφορολόγητου των 12.000€. Ήταν μια στοιχειώδης κίνηση αποκατάστασης των πολύ βαθύτερων αδικιών της μνημονιακής περιόδου. Αντί λοιπόν να θεσπιστεί (τουλάχιστον) το προ του μνημονίου αφορολόγητο, η προσοχή στρέφεται στην συλλογή δημοσίων εσόδων από αδήλωτες οικονομικές δραστηριότητες. Και μάλιστα όχι τις αδήλωτες δραστηριότητες ενός εφοπλιστή, βιομήχανου ή τραπεζίτη, με τους οποίους άλλωστε δεν έρχεται σε οικονομική συναλλαγή ο φοιτητής ή ο τουρίστας. Η τρόικα, ακόμη και αν μεταβαπτίστηκε σε «θεσμοί», δεν άλλαξε καθόλου τις παραγγελίες της προς τις ελληνικές κυβερνήσεις.
3. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η παραμονή της γιγαντιαίας αδικίας των έμμεσων φόρων. Στην Ελλάδα, τα 2/3 των κρατικών εσόδων αφορούν τους έμμεσους φόρους, ενώ μόνο το 1/3 αφορά τους άμεσους. Όπως και οι ακραίοι δεξιοί παραδέχονται, οι έμμεσοι φόροι είναι εντελώς άδικοι καθώς επιβαρύνουν το ίδιο τον πάμπλουτο και τον πάμφτωχο. Με το καλημέρα λοιπόν, η «αναλογική και δίκαιη» φορολόγηση αφορά μόνο το 1/3 των φόρων. Η άλλη παραμένει εξορισμού μη αναλογική και άδικη. Αντί μια κυβέρνηση της Αριστεράς να μειώσει άμεσα (με προοπτική να καταργήσει) τους έμμεσους φόρους, αυξάνοντας τους άμεσους φόρους, ακολουθεί τη γνωστή πεπατημένη. Ποια είναι όμως η κατεύθυνση της ΕΕ σε αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα; Η εντελώς αντίθετη από μια αριστερή πολιτική: «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόνισε την ανάγκη για στροφή από τη φορολόγηση της εργασίας (άμεση φορολογία) σε φόρους που είναι λιγότερο επιζήμιοι για την ανάπτυξη, όπως οι φόροι κατανάλωσης και περιβάλλοντος ή οι επαναλαμβανόμενοι φόροι ακίνητης περιουσίας (που συνήθως αποτελούν έμμεσους φόρους)[1]». Κατόπιν τούτου, τίθεται και πάλι πεισματάρικα και απαιτητικά η ερώτηση, τι δουλειά έχει μια κυβέρνηση της Αριστεράς με το συνταγματοποιημένο νεοφιλελευθερισμό της ΕΕ.
4. Η παραοικονομία στην Ελλάδα αποτελεί υπεραιωνόβιο καθεστώς. Μόνο που διαφέρει και στην κλίμακα και στην ποιότητα. Από το λαθρεμπόριο των καυσίμων μέχρι τις νόμιμες φοροαπαλλαγές όσων τα μεταφέρουν με τα πλοία τους, η απόσταση είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Ακόμη περισσότερο, η μαύρη οικονομία αποτελεί έναν προαιώνιο κληρονομημένο τρόπο για να αποφευχθεί το χαράτσι και ο κεφαλικός φόρος. Ένα παράδειγμα βγαλμένο από τη ζωή: Αν ο γιατρός παίρνει 30€ χωρίς απόδειξη ή 50€ με απόδειξη (που δεν εκπίπτει παρά ελάχιστα), δεν χρειάζονται σπουδές στο Κέμπριτζ για να καταλάβεις τι θα επιλέξει ο ασθενής. Η απάντηση σε αυτό δεν είναι το «κυνήγι των αποδείξεων» αλλά η διαφορετική δομή του συστήματος που θα επιτρέπει την αποτελεσματική και γρήγορη πρόσβαση όλων στο δημόσιο σύστημα υγείας.
5. Η μειοψηφία του πλούτου παραμένει στο απυρόβλητο και με τη νέα κυβέρνηση. Γιατί τα ίδια στελέχη που σήμερα υπερασπίζονται το «κυνήγι των αποδείξεων Vol. 2”, προεκλογικά μιλούσαν για το μόλις 0,8% που αποδίδουν οι επιχειρήσεις στα ελληνικά δημόσια έσοδα, έναντι του ήδη πενιχρού 2,2% σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και από εκεί που η προεκλογική ρητορεία αφορούσε την «επίθεση στον πλούτο» και τους «πλούσιους που πρέπει να πληρώσουν επιτέλους», μετεκλογικά όλη η συζήτηση μετατοπίστηκε (για πολλοστή φορά στη μεταπολίτευση) στη φοροδιαφυγή, στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, στον εντοπισμό της μαύρης οικονομίας κοκ. Γενικές αλήθειες, που όσο παραμένουν γενικές αποτελούν κούφια ρητορεία κάθε ελληνικής κυβέρνησης από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, και όσο εξειδικεύονται βάζουν στο στόχαστρό τους τους μικρούς και αδύναμους.
Συμπερασματικά, και ανεξάρτητα από το αν υλοποιηθεί η ιδέα Βαρουφάκη για τουρίστες που παριστάνουν τους εφοριακούς ή για εφοριακούς που παριστάνουν τους τουρίστες, ισχύει ο στίχος «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».
[1] Απάντηση του επιτρόπου της Κομισιόν, αρμόδιου για θέματα φορολόγησης Algirdas Šemeta σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή Κ. Πουπάκη.
1. Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί ότι θα φέρει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα όπου οι πλούσιοι επιτέλους θα πληρώσουν. Μνημειώδεις ήταν οι εν χορώ δηλώσεις σύσσωμου του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ για τις 57 (!) φοροαπαλλαγές που αφορούν τους εφοπλιστές. Από τη φορολόγηση στον πλούτο – ένεκα της τρόικας που δεν τη λέμε τρόικα – περάσαμε ξανά στην εποχή Παπακωνσταντίνου: κυνήγα την απόδειξη που δε σου κόβει ο ηλεκτρολόγος ή η κομμώτρια. Αυτό σε απλά ελληνικά το λέμε αθώωση των μεν, καταδίκη των δε.
2. Επίσης προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί άμεση επαναφορά του αφορολόγητου των 12.000€. Ήταν μια στοιχειώδης κίνηση αποκατάστασης των πολύ βαθύτερων αδικιών της μνημονιακής περιόδου. Αντί λοιπόν να θεσπιστεί (τουλάχιστον) το προ του μνημονίου αφορολόγητο, η προσοχή στρέφεται στην συλλογή δημοσίων εσόδων από αδήλωτες οικονομικές δραστηριότητες. Και μάλιστα όχι τις αδήλωτες δραστηριότητες ενός εφοπλιστή, βιομήχανου ή τραπεζίτη, με τους οποίους άλλωστε δεν έρχεται σε οικονομική συναλλαγή ο φοιτητής ή ο τουρίστας. Η τρόικα, ακόμη και αν μεταβαπτίστηκε σε «θεσμοί», δεν άλλαξε καθόλου τις παραγγελίες της προς τις ελληνικές κυβερνήσεις.
3. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η παραμονή της γιγαντιαίας αδικίας των έμμεσων φόρων. Στην Ελλάδα, τα 2/3 των κρατικών εσόδων αφορούν τους έμμεσους φόρους, ενώ μόνο το 1/3 αφορά τους άμεσους. Όπως και οι ακραίοι δεξιοί παραδέχονται, οι έμμεσοι φόροι είναι εντελώς άδικοι καθώς επιβαρύνουν το ίδιο τον πάμπλουτο και τον πάμφτωχο. Με το καλημέρα λοιπόν, η «αναλογική και δίκαιη» φορολόγηση αφορά μόνο το 1/3 των φόρων. Η άλλη παραμένει εξορισμού μη αναλογική και άδικη. Αντί μια κυβέρνηση της Αριστεράς να μειώσει άμεσα (με προοπτική να καταργήσει) τους έμμεσους φόρους, αυξάνοντας τους άμεσους φόρους, ακολουθεί τη γνωστή πεπατημένη. Ποια είναι όμως η κατεύθυνση της ΕΕ σε αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα; Η εντελώς αντίθετη από μια αριστερή πολιτική: «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόνισε την ανάγκη για στροφή από τη φορολόγηση της εργασίας (άμεση φορολογία) σε φόρους που είναι λιγότερο επιζήμιοι για την ανάπτυξη, όπως οι φόροι κατανάλωσης και περιβάλλοντος ή οι επαναλαμβανόμενοι φόροι ακίνητης περιουσίας (που συνήθως αποτελούν έμμεσους φόρους)[1]». Κατόπιν τούτου, τίθεται και πάλι πεισματάρικα και απαιτητικά η ερώτηση, τι δουλειά έχει μια κυβέρνηση της Αριστεράς με το συνταγματοποιημένο νεοφιλελευθερισμό της ΕΕ.
4. Η παραοικονομία στην Ελλάδα αποτελεί υπεραιωνόβιο καθεστώς. Μόνο που διαφέρει και στην κλίμακα και στην ποιότητα. Από το λαθρεμπόριο των καυσίμων μέχρι τις νόμιμες φοροαπαλλαγές όσων τα μεταφέρουν με τα πλοία τους, η απόσταση είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Ακόμη περισσότερο, η μαύρη οικονομία αποτελεί έναν προαιώνιο κληρονομημένο τρόπο για να αποφευχθεί το χαράτσι και ο κεφαλικός φόρος. Ένα παράδειγμα βγαλμένο από τη ζωή: Αν ο γιατρός παίρνει 30€ χωρίς απόδειξη ή 50€ με απόδειξη (που δεν εκπίπτει παρά ελάχιστα), δεν χρειάζονται σπουδές στο Κέμπριτζ για να καταλάβεις τι θα επιλέξει ο ασθενής. Η απάντηση σε αυτό δεν είναι το «κυνήγι των αποδείξεων» αλλά η διαφορετική δομή του συστήματος που θα επιτρέπει την αποτελεσματική και γρήγορη πρόσβαση όλων στο δημόσιο σύστημα υγείας.
5. Η μειοψηφία του πλούτου παραμένει στο απυρόβλητο και με τη νέα κυβέρνηση. Γιατί τα ίδια στελέχη που σήμερα υπερασπίζονται το «κυνήγι των αποδείξεων Vol. 2”, προεκλογικά μιλούσαν για το μόλις 0,8% που αποδίδουν οι επιχειρήσεις στα ελληνικά δημόσια έσοδα, έναντι του ήδη πενιχρού 2,2% σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και από εκεί που η προεκλογική ρητορεία αφορούσε την «επίθεση στον πλούτο» και τους «πλούσιους που πρέπει να πληρώσουν επιτέλους», μετεκλογικά όλη η συζήτηση μετατοπίστηκε (για πολλοστή φορά στη μεταπολίτευση) στη φοροδιαφυγή, στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, στον εντοπισμό της μαύρης οικονομίας κοκ. Γενικές αλήθειες, που όσο παραμένουν γενικές αποτελούν κούφια ρητορεία κάθε ελληνικής κυβέρνησης από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, και όσο εξειδικεύονται βάζουν στο στόχαστρό τους τους μικρούς και αδύναμους.
Συμπερασματικά, και ανεξάρτητα από το αν υλοποιηθεί η ιδέα Βαρουφάκη για τουρίστες που παριστάνουν τους εφοριακούς ή για εφοριακούς που παριστάνουν τους τουρίστες, ισχύει ο στίχος «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».
[1] Απάντηση του επιτρόπου της Κομισιόν, αρμόδιου για θέματα φορολόγησης Algirdas Šemeta σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή Κ. Πουπάκη.
Σχόλια