Αισχρή κοροϊδία με τον κατώτατο μισθό: Η Αχτσιόγλου εφαρμόζει το μνημονιακό νόμο Βρούτση!
Η τροπολογία Αχτσιόγλου δεν αλλάζει απολύτως τίποτα στο νόμο Βρούτση. Απλώς προσθέτει μια παράγραφο, με την οποία ορίζονται οι ημερομηνίες εφαρμογής αυτού του νόμου. Ο νόμος Βρούτση προβλέπει ότι η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού ξεκινά κάθε χρόνο το τελευταίο δεκαήμερο του Φλεβάρη και ολοκληρώνεται το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούνη, με την έκδοση απόφασης από τον υπουργό Εργασίας. Η τροπολογία Αχτσιόγλου προβλέπει, ότι -επειδή ο νόμος θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά μετά την 21η Αυγούστου, που υποτίθεται ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια- ειδικά για το 2018 οι διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος θα ξεκινήσουν το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη και θα ολοκληρωθούν με την εισήγηση του υπουργού Εργασίας προς το υπουργικό συμβούλιο το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Γενάρη του 2019. Κατά τα λοιπά, ο νόμος Βρούτση παραμένει άθικτος. Το λέει και η τροπολογία: «ζ) Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι προβλέψεις των παρ. 1 έως 7 του παρόντος άρθρου».
Ποιο είναι το βασικό περιεχόμενο του νόμου Βρούτση; Οτι ο καθορισμός του κατώτατου μισθού αφαιρείται από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εκπροσώπων των εργαζόμενων και των καπιταλιστών εργοδοτών και περνά στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους, που καθορίζει τον κατώτατο μισθό με απόφαση του υπουργού Εργασίας. Με τη μνημονιακή αυτή ρύθμιση καταργήθηκε η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), που εδώ και δεκαετίες υπέγραφε η ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές οργανώσεις!
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που υποσχόταν ότι θα επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, όχι μόνο δεν τον επαναφέρει (τώρα που υποτίθεται ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια), αλλά διατηρεί το μνημονιακό έκτρωμα το οποίο καταργεί την ΕΓΣΣΕ (στο μισθολογικό της σκέλος) και μετατρέπει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού σε αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης.
Αυτό βέβαια είναι ζήτημα αρχών για το εργατικό κίνημα, που έχυσε αίμα για να κατακτήσει το δικαίωμα καθορισμού του κατώτατου μισθού με εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας. Το ζήτημα το χειριζόταν, βέβαια, η ξεφτιλισμένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Υπήρξαν περίοδοι, όμως, που η δυναμική των απεργιών που αυτή η ξεφτιλισμένη εργατοπατερία αναγκαζόταν να κηρύξει, καθόριζε κάποιες στοιχειώδεις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Ετσι έφτασε στα 751 ευρώ, που τον θεωρούσαμε μισθό πείνας το 2009. Τώρα, αφού με την 6η ΠΥΣ του 2012 έριξαν τον κατώτατο μισθό στα 586 ευρώ (και στα 511 για τους εργάτες κάτω των 25 ετών), αφαίρεσαν από την εργατική τάξη το δικαίωμα να πιέσει για κάποιες ουσιαστικές αυξήσεις και έδωσαν αυτό το δικαίωμα στον υπουργό Εργασίας και στο υπουργικό συμβούλιο.
Και η φιλοσοφία του μνημονιακού νόμου και η διαδικασία που προβλέπει είναι κομμένες και ραμμένες στο πατρόν της κινεζοποίησης.
♦ Ορίζεται ότι «το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Ο κατώτατος μισθός, λοιπόν, θα καθορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας. Οχι ανάλογα με τις ανάγκες των εργατών. Οχι ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Αλλά με «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» της εκάστοτε κυβέρνησης, δηλαδή του εκάστοτε θεματοφύλακα των συμφερόντων του κεφαλαίου.
♦ Ασορτί με την κεντρική φιλοσοφία της ρύθμισης είναι και η διαδικασία της «διαβούλευσης» που προβλέπεται. Τη «διαβούλευση» συντονίζει τριμελής Επιτροπή που αποτελείται από τον πρόεδρο του ΟΜΕΔ ως πρόσωπο και δύο «πρόσωπα κύρους» που ορίζουν οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας ως εκπροσώπους τους. Η εργατική πλευρά μένει απέξω (δε θέλουν ούτε την ξεφτιλισμένη ΓΣΕΕ).
Αυτή η Επιτροπή στέλνει προσκλήσεις σε «εξειδικευμένους επιστημονικούς ερευνητικούς και λοιπούς φορείς», μεταξύ των οποίων είναι η ΤτΕ, η ΕΛΣΤΑΤ, ο ΟΑΕΔ και τα ινστιτούτα των καπιταλιστικών συνδικάτων (ΙΟΒΕ, ΙΝΣΕΤΕ, ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ κτλ.). Παίρνει τις εκθέσεις αυτών των «εξειδικευμένων επιστημονικών φορέων», φτιάχνει φάκελο και τον στέλνει στο ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), το οποίο συντάσσει Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης «σε συνεργασία με επιτροπή αποτελούμενη από πέντε (5) ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σε θέματα οικονομίας και κυρίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής καθώς και εργασιακών σχέσεων». Είναι τόσο… ανεξάρτητοι αυτοί οι εμπειρογνώμονες που ορίζονται αποκλειστικά από υπουργούς με ΚΥΑ. Δύο από τον υπουργό Εργασίας, δύο από τον υπουργό Οικονομικών και ένας από τον υπουργό Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας!
Οι… ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνήσουν με τις προτάσεις που υπέβαλαν οι άλλοι φορείς. Αυτοί φτιάχνουν το Πόρισμα που υποβάλλεται στον υπουργό Εργασίας, με τη μορφή Γνώμης. Δηλαδή δεν είναι υποχρεωτικό για τον υπουργό, ο οποίος «εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο, τον κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών, λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης». Στο φινάλε της διαβούλευσης-κοροϊδία, ο υπουργός «εκδίδει απόφαση καθορισμού του κατωτάτου μισθού για τους υπαλλήλους και του κατώτατου ημερομισθίου για τους εργατοτεχνίτες, μετά από τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου».
Οι παρατηρητικοί θα πρόσεξαν ότι η Αχτσιόγλου δεν κατέθεσε και ρύθμιση για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Δεν έχει τέτοιο δικαίωμα, διότι ο υποκατώτατος μισθός έχει θεσπιστεί με την 6η ΠΥΣ του 2012. Θα πρέπει να εκδοθεί νέα ΠΥΣ. Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει να δώσει την έγκρισή της η τρόικα. Και φαίνεται πως δεν την έδωσε (αν υποθέσουμε ότι ο Τσακαλώτος υπέβαλε σχετικό αίτημα). Μάλλον δεν υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα, γιατί θα πήγαινε πολύ να ζητούν και κατάργηση της περικοπής των συντάξεων και κατάργηση του υποκατώτατου.
Το σημαντικότερο είναι πως η 6η ΠΥΣ, στο άρθρο 4, προβλέπει ότι «μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10%, αναστέλλεται η ισχύς διατάξεων νόμων, κανονιστικών πράξεων, Συλλογικών Συμβάσεων ή Διαιτητικών Αποφάσεων, οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων». Ο οδοδείκτης είναι σαφής. Για να υπάρξουν αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα, η ανεργία πρέπει να πέσει κάτω από 10% (αυτή τη στιγμή κινείται -μιλάμε για την επίσημη καταγραφή- μεταξύ 19% και 20%). Και ο νόμος Βρούτση, που φροντίζει ως κόρην οφθαλμού η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, είναι σαφής: για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού λαμβάνεται υπόψη (πέρα από την «παραγωγικότητα» και την «ανταγωνιστικότητα») η απασχόληση και το ποσοστό ανεργίας. Τη λογική την ξέρουμε: όταν υπάρχει υψηλή ανεργία, πρέπει να ρίχνονται στα τάρταρα μισθοί και μερικάματα, για να έχουν… κίνητρο οι καπιταλιστές να κάνουν προσλήψεις!
Επομένως (όπως και οι ίδιοι διαρρέουν) προσανατολίζονται σε μια αύξηση-κοροϊδία 20-30 ευρώ στον κατώτατο μισθό, την οποία μάλλον έχουν συμφωνήσει με την τρόικα. Ενα κουλούρι την ημέρα. Αν υπολογίσουμε, όμως, τη μείωση του αφορολόγητου, η αύξηση-κοροϊδία θα εξανεμιστεί και οι εργάτες θα χρωστάνε κι από πάνω στην Εφορία.
Σχόλια