Το τραπεζικό σύστημα για αρχαρίους (3)
Ωραία τα είπαμε χτες και ωραία κολυμπήσαμε σε πελάγη ευτυχίας με τις
τρελές αποδόσεις των κεφαλαίων μας αλλά είναι πλέον ώρα να
συνειδητοποιήσουμε ότι αυτά τα νερά έχουν και υφάλους και τσούχτρες,
ενίοτε δε έχουν και σκυλόψαρα. Πάμε, λοιπόν, να τα χαρτογραφήσουμε με
προσοχή.
Κατ' αρχάς, αυτό που υποθέσαμε περί ενός μεγαλονταραβεριτζή, ο οποίος θα πάρει ως δανεικά τα πεντακόσια εκατομμύρια που φτιάξαμε, είναι καθαρά θεωρητικό. Κανένας εποπτικός οργανισμός, είτε σε εθνικό επίπεδο είτε σε ευρωπαϊκό, δεν πρόκειται να αποδεχτεί τόσο μεγάλη συγκέντρωση κινδύνου. Αν όλες σου οι απαιτήσεις προέρχονται από έναν πελάτη, σε περίπτωση που αυτός ο πελάτης βουλιάξει, σε τραβάει μαζί του στον βυθό. Η σωστή επιχειρηματική πρακτική διασπείρει τον κίνδυνο σε όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες, με όσο το δυνατόν μικρότερες απαιτήσεις από τον καθένα χώρια.
Παρένθεση. Η οικονομική θεωρία λέει ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο
κίνδυνος, τόσο μεγαλύτερα είναι τα προσδοκώμενα κέρδη αλλά και τόσο
μεγαλύτερη η πιθανότητα αποτυχίας. Σκεφτείτε ότι παίζετε ρουλέτα και
θέλετε να ποντάρετε εκατό ευρώ. Μπορείτε να στοιχηματίσετε σε μονά-ζυγά,
σε μικρά-μεγάλα ή σε μαύρα-κόκκινα, όπου έχετε μία στις δύο πιθανότητες
να επαληθευτεί η πρόβλεψή σας αλλά τα κέρδη σας θα είναι μόλις εκατό
ευρώ. Μπορείτε, όμως, να ποντάρετε το κατοστάρικό σας σε έναν μόνο από
τους τριάντα έξι αριθμούς και, αν επαληθευτεί η πρόβλεψή σας, να
κερδίσετε τριάμισυ χιλιάρικα. Μόνο που τώρα οι πιθανότητες να
επαληθευτείτε δεν είναι μία στις δύο αλλά μία στις τριάντα έξι. Στον
κόσμο των επιχειρήσεων, μπορεί η μεγιστοποίηση του κέρδους να είναι
θεοποιημένη αλλά το ένστικτο επιβίωσης είναι ισχυρότερο, οπότε οι
εξαιρετικά ρισκαδόρικες επιλογές είναι απωθητικές. Κλείνει η παρένθεση.
Κατά συνέπεια, πρέπει να πάψουμε να ονειρευόμαστε αυτόν τον ένα πελάτη-μεσσία και να πέσουμε με τα μούτρα στην δουλειά και στο ψάξιμο προς αναζήτηση περισσότερων πελατών, ώστε να διασπείρουμε τον κίνδυνο. Θεωρητικά, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο για μια καινούργια τράπεζα όπως η δική μας, αφού ο κόσμος δεν μας ξέρει και χρειάζονται αρκετός κόπος και μπόλικος χρόνος για να τον πείσουμε να μας εμπιστευτεί. Όμως, υπάρχουν κι εδώ μερικά σχοινιά των οποίων αρκεί να βρούμε τις άκρες για να βάλουν το σύστημα σε λειτουργία.
Πάμε παρακάτω. Το ότι είμαστε αφεντικά δεν σημαίνει ότι στην τράπεζά μας μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας θυμηθεί. Οι τράπεζες λειτουργούν στο πλαίσιο ενός -ας πούμε- κανονισμού λειτουργίας, μιας διεθνούς τραπεζικής συνθήκης, η οποία λέγεται "Συνθήκη της Βασιλείας", από την ομώνυμη ελβετική πόλη όπου εδρεύει η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements - BIS). Η αρχική συνθήκη (γνωστή ως "Βασιλεία Ι") μπήκε σε εφαρμογή το 1998, πολύ σύντομα βελτιώθηκε ως προς την αξιολόγηση των κινδύνων ("Βασιλεία ΙΙ") και ήδη βρισκόμαστε στις παραμονές μιας νέας τροποποίησης ("Βασιλεία ΙΙΙ"), η οποία αναμένεται να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή μέχρι το 2022.
Μην ανησυχείτε, δεν έχω σκοπό να σας μπλέξω με τέτοια. Θα πάω κατ' ευθείαν στο ζουμί. Η εν λόγω συνθήκη λέει ότι τα ίδια κεφάλαια μιας τράπεζας δεν μπορεί να είναι μικρότερα από ένα ποσοστό σε σχέση με τα πάγιά της, δηλαδή με τα δάνεια που έχει χορηγήσει και βρίσκονται στον δρόμο. Κάποτε αυτό το ποσοστό ήταν 6% και τώρα είναι 7% αλλά αναμένεται να πάει 8% και ακόμη ψηλότερα, εφ' όσον η νέα συνθήκη προβλέπει περαιτέρω βασική κεφαλαιακή επάρκεια (tier-1). Τι σήμαίνουν όλα αυτά;
Ας μείνουμε σε ότι ισχύει σήμερα. Είπαμε στην προηγούμενη παράγραφο ότι τα κεφάλαιά μας δεν μπορεί να είναι λιγώτερα από το 7% των δανείων που δίνουμε. Δηλαδή, με τα 5.000.000 που έχουμε ως ίδια κεφάλαια, μπορούμε να δώσουμε μέχρι 71.428.571 ευρώ σε δάνεια (71.428.571 Χ 7% = 5.000.000). Άρα, ξεχάστε τα πεντακόσια που λέγαμε χτες.
Και τώρα, προσοχή σε μια σημαντική λεπτομέρεια: το 7% που αναφέραμε ισχύει για δάνεια με σταθμισμένο ρίσκο 100%. Για να το πω ανάποδα: δάνεια με μηδενικό ρίσκο μπορούμε να δώσουμε όσα θέλουμε, μέχρι πεντακόσια εκατομμύρια που έχουμε δικαίωμα. Δηλαδή: αν θέλουμε, μπορούμε να αγοράσουμε όσα ομόλογα του γερμανικού δημοσίου θέλουμε, αφού έχουν μηδενικό ρίσκο (και, ως εκ τούτου, μηδενική απόδοση). Εντάξει ως εδώ; Παρακαλώ να συνεχίσετε την ανάγνωση μόνο εάν η απάντησή σας είναι θετική.
Ας δούμε τώρα τι σημαίνει πρακτικά ο παραπάνω περιορισμός. Σκεφτείτε τι πρόβλημα θα είχαμε ως τράπεζα αν όλα τα δάνεια που είχαμε χορηγήσει ήταν στεγαστικά και τα μισά είχαν κοκκινήσει. Θα είχαμε τα χέρια μας δεμένα και δεν θα μπορούσαμε να κουνηθούμε. Συνεπώς, θα έπρεπε να πάρουμε δυο σημαντικές αποφάσεις. Πρώτον, να "αποχρωματίσουμε" όσα απ' αυτά τα δάνεια μπορούμε, είτε κάνοντας συμφωνίες με τους πελάτες μας είτε προχωρώντας σε κατασχέσεις. Και, δεύτερον, να ξεφορτωθούμε όσα δάνεια επιμένουν να μένουν βαμμένα, πουλώντας τα μπιρ-παρά σε κάποια εταιρεία ή σε κάποιο κεφάλαιο, απ' αυτά που ειδικεύονται στην δουλειά τού "κορακιού". Έτσι, το συνολικό μας ρίσκο θα μειωνόταν και θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην δουλειά μας με καινούργιες χορηγήσεις, ήτοι με δημιουργία περισσότερου χρήματος.
Κι αφού κάναμε λόγο για στεγαστικά, ας ρίξουμε μια ματιά και σε μια άλλη ιστορία πριν κλείσουμε για σήμερα. Είναι γνωστό ότι η τελευταία μεγάλη καπιταλιστική κρίση, η οποία ξέσπασε το 2008, άρχισε με την κατάρρευση των στεγαστικών δανείων.Δάνεια αέρα-πατέρα, χαμηλής εξασφάλισης και διογκωμένα πολύ πάνω από την πραγματική αξία των ακινήτων για τα οποία δίδονταν. Με απλά λόγια, στην πραγματικότητα επρόκειτο για δάνεια σταθμισμένου ρίσκου 100%. Κι όμως, τα δομημένα ομόλογα όπου "πακετάρονταν" αυτά τα δάνεια, βαθμολογούνταν από τους οίκους αξιολόγησης ακόμη και με ΑΑΑ+, δηλαδή ως προϊόντα μηδενικού κινδύνου. Έτσι, οι τράπεζες μπορούσαν να χορηγούν αβέρτα τέτοια "εγγυημένα" δάνεια, δίχως να χρειάζεται να τα καλύπτουν με ίδια κεφάλαια. Το τι επακολούθησε το ξέρετε.
Κατ' αρχάς, αυτό που υποθέσαμε περί ενός μεγαλονταραβεριτζή, ο οποίος θα πάρει ως δανεικά τα πεντακόσια εκατομμύρια που φτιάξαμε, είναι καθαρά θεωρητικό. Κανένας εποπτικός οργανισμός, είτε σε εθνικό επίπεδο είτε σε ευρωπαϊκό, δεν πρόκειται να αποδεχτεί τόσο μεγάλη συγκέντρωση κινδύνου. Αν όλες σου οι απαιτήσεις προέρχονται από έναν πελάτη, σε περίπτωση που αυτός ο πελάτης βουλιάξει, σε τραβάει μαζί του στον βυθό. Η σωστή επιχειρηματική πρακτική διασπείρει τον κίνδυνο σε όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες, με όσο το δυνατόν μικρότερες απαιτήσεις από τον καθένα χώρια.
Κατά συνέπεια, πρέπει να πάψουμε να ονειρευόμαστε αυτόν τον ένα πελάτη-μεσσία και να πέσουμε με τα μούτρα στην δουλειά και στο ψάξιμο προς αναζήτηση περισσότερων πελατών, ώστε να διασπείρουμε τον κίνδυνο. Θεωρητικά, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο για μια καινούργια τράπεζα όπως η δική μας, αφού ο κόσμος δεν μας ξέρει και χρειάζονται αρκετός κόπος και μπόλικος χρόνος για να τον πείσουμε να μας εμπιστευτεί. Όμως, υπάρχουν κι εδώ μερικά σχοινιά των οποίων αρκεί να βρούμε τις άκρες για να βάλουν το σύστημα σε λειτουργία.
Πάμε παρακάτω. Το ότι είμαστε αφεντικά δεν σημαίνει ότι στην τράπεζά μας μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας θυμηθεί. Οι τράπεζες λειτουργούν στο πλαίσιο ενός -ας πούμε- κανονισμού λειτουργίας, μιας διεθνούς τραπεζικής συνθήκης, η οποία λέγεται "Συνθήκη της Βασιλείας", από την ομώνυμη ελβετική πόλη όπου εδρεύει η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements - BIS). Η αρχική συνθήκη (γνωστή ως "Βασιλεία Ι") μπήκε σε εφαρμογή το 1998, πολύ σύντομα βελτιώθηκε ως προς την αξιολόγηση των κινδύνων ("Βασιλεία ΙΙ") και ήδη βρισκόμαστε στις παραμονές μιας νέας τροποποίησης ("Βασιλεία ΙΙΙ"), η οποία αναμένεται να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή μέχρι το 2022.
Μην ανησυχείτε, δεν έχω σκοπό να σας μπλέξω με τέτοια. Θα πάω κατ' ευθείαν στο ζουμί. Η εν λόγω συνθήκη λέει ότι τα ίδια κεφάλαια μιας τράπεζας δεν μπορεί να είναι μικρότερα από ένα ποσοστό σε σχέση με τα πάγιά της, δηλαδή με τα δάνεια που έχει χορηγήσει και βρίσκονται στον δρόμο. Κάποτε αυτό το ποσοστό ήταν 6% και τώρα είναι 7% αλλά αναμένεται να πάει 8% και ακόμη ψηλότερα, εφ' όσον η νέα συνθήκη προβλέπει περαιτέρω βασική κεφαλαιακή επάρκεια (tier-1). Τι σήμαίνουν όλα αυτά;
Ας μείνουμε σε ότι ισχύει σήμερα. Είπαμε στην προηγούμενη παράγραφο ότι τα κεφάλαιά μας δεν μπορεί να είναι λιγώτερα από το 7% των δανείων που δίνουμε. Δηλαδή, με τα 5.000.000 που έχουμε ως ίδια κεφάλαια, μπορούμε να δώσουμε μέχρι 71.428.571 ευρώ σε δάνεια (71.428.571 Χ 7% = 5.000.000). Άρα, ξεχάστε τα πεντακόσια που λέγαμε χτες.
Και τώρα, προσοχή σε μια σημαντική λεπτομέρεια: το 7% που αναφέραμε ισχύει για δάνεια με σταθμισμένο ρίσκο 100%. Για να το πω ανάποδα: δάνεια με μηδενικό ρίσκο μπορούμε να δώσουμε όσα θέλουμε, μέχρι πεντακόσια εκατομμύρια που έχουμε δικαίωμα. Δηλαδή: αν θέλουμε, μπορούμε να αγοράσουμε όσα ομόλογα του γερμανικού δημοσίου θέλουμε, αφού έχουν μηδενικό ρίσκο (και, ως εκ τούτου, μηδενική απόδοση). Εντάξει ως εδώ; Παρακαλώ να συνεχίσετε την ανάγνωση μόνο εάν η απάντησή σας είναι θετική.
Ας δούμε τώρα τι σημαίνει πρακτικά ο παραπάνω περιορισμός. Σκεφτείτε τι πρόβλημα θα είχαμε ως τράπεζα αν όλα τα δάνεια που είχαμε χορηγήσει ήταν στεγαστικά και τα μισά είχαν κοκκινήσει. Θα είχαμε τα χέρια μας δεμένα και δεν θα μπορούσαμε να κουνηθούμε. Συνεπώς, θα έπρεπε να πάρουμε δυο σημαντικές αποφάσεις. Πρώτον, να "αποχρωματίσουμε" όσα απ' αυτά τα δάνεια μπορούμε, είτε κάνοντας συμφωνίες με τους πελάτες μας είτε προχωρώντας σε κατασχέσεις. Και, δεύτερον, να ξεφορτωθούμε όσα δάνεια επιμένουν να μένουν βαμμένα, πουλώντας τα μπιρ-παρά σε κάποια εταιρεία ή σε κάποιο κεφάλαιο, απ' αυτά που ειδικεύονται στην δουλειά τού "κορακιού". Έτσι, το συνολικό μας ρίσκο θα μειωνόταν και θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην δουλειά μας με καινούργιες χορηγήσεις, ήτοι με δημιουργία περισσότερου χρήματος.
Κι αφού κάναμε λόγο για στεγαστικά, ας ρίξουμε μια ματιά και σε μια άλλη ιστορία πριν κλείσουμε για σήμερα. Είναι γνωστό ότι η τελευταία μεγάλη καπιταλιστική κρίση, η οποία ξέσπασε το 2008, άρχισε με την κατάρρευση των στεγαστικών δανείων.Δάνεια αέρα-πατέρα, χαμηλής εξασφάλισης και διογκωμένα πολύ πάνω από την πραγματική αξία των ακινήτων για τα οποία δίδονταν. Με απλά λόγια, στην πραγματικότητα επρόκειτο για δάνεια σταθμισμένου ρίσκου 100%. Κι όμως, τα δομημένα ομόλογα όπου "πακετάρονταν" αυτά τα δάνεια, βαθμολογούνταν από τους οίκους αξιολόγησης ακόμη και με ΑΑΑ+, δηλαδή ως προϊόντα μηδενικού κινδύνου. Έτσι, οι τράπεζες μπορούσαν να χορηγούν αβέρτα τέτοια "εγγυημένα" δάνεια, δίχως να χρειάζεται να τα καλύπτουν με ίδια κεφάλαια. Το τι επακολούθησε το ξέρετε.
Σχόλια