4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Αντιμέτωπη με τα πολιτικά προβλήματα που αναπαράγει η βάση
συγκρότησής της και η γραμμή του «αντικαπιταλιστικού μεταβατικού
προγράμματος»
Διαβάζοντας, κανείς, στις Θέσεις του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την 4η Συνδιάσκεψή της, που πραγματοποιείται στις 21-22 Απρίλη, την επαναλαμβανόμενη διαπίστωση πως “η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδωσε τη μάχη ενάντια στις αυταπάτες για την “αριστερή κυβέρνηση” και πως “κράτησε ψηλά τις σημαίες και τα πανό του αγώνα όταν πολλοί καλούσαν και κρατούσαν στάση ανοχής ή / και στήριξης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ” και γνωρίζοντας πολιτικές πράξεις και τοποθετήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα χρόνια που προηγήθηκαν της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, αλλά και τους πρώτους μήνες διακυβέρνησής του, πράξεις και τοποθετήσεις που ξεκινούσαν από τη συνάντηση της ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τον Αλ. Τσίπρα το 2012 (όταν αυτός έλαβε διερευνητική εντολή για κυβερνηση) και από τη θετική ανακοίνωση του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και έφτασαν μέχρι τη συμμετοχή σε φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις, στις αρχές του 2015, για τη στήριξη της “διαπραγμάτευσης” του ΣΥΡΙΖΑ στην ΕΕ, μπορεί να κατανοήσει και τι πολιτικά συμπεράσματα και θέσεις μπορεί να βγάλει η 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποσιωπώντας, κουκουλώνοντας και εξωραΐζοντας τη γραμμή που ακολούθησε τα προηγούμενα χρόνια.
Μια γραμμή που είχε, μάλιστα, συνέπειες για την ίδια καθώς οδήγησε σε αποχώρηση οργανώσεων και κομματιών της και σε προσχώρησή τους στο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που έφτιαξε τη ΛΑΕ. Γεγονός που αποσιωπάται και μαζί με αυτό παρακάμπτεται και το θέμα του εντοπισμού των αιτιών για αυτή την εξέλιξη που την αποδυνάμωσε. Αιτίες που έχουν να κάνουν τόσο με την ετερόκλητη πολιτική βάση συγκρότησης του “αντικαπιταλιστικού μετώπου” της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κυρίως με τη γραμμή που “ενοποιεί” αυτό το μέτωπο, μια γραμμή ανάμιξης ρεφορμιστικής και τροτσκιστιστικής πολιτικής που φέρει τον τίτλο του “αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος”.
Είναι, ακριβώς, τα στοιχεία αυτής της πολιτικής που έφτιαξαν και φτιάχνουν γέφυρες με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ρεφορμισμό, που αποτέλεσαν το έδαφος των πολιτικών συνεργασιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τον ΣΥΡΙΖΑ, τον δίαυλο επικοινωνίας και περάσματος δυνάμεών του στη ΛΑΕ. Και αυτήν τη γραμμή, βαδίζοντας προς την 4η Συνδιάσκεψή της, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο τη διαφυλάττει αλλά και πάνω σε αυτήν διακηρύσσει ότι επιδιώκει την αναβάθμισή της.
Όπως, υπογραμμίζουν οι Θέσεις του ΠΣΟ για την 4η Συνδιάσκεψη, με έναν εμφανέστατο ρεφορμιστικό λόγο : “Βάση της πολιτικής μας είναι το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα (που)... «γεφυρώνει» τις σημερινές διεκδικήσεις με την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και τον ορίζοντα της εργατικής εξουσίας. Το ερώτημα τελικά ποια τάξη και σε ποια κατεύθυνση μπορεί να πάρει τον πραγματικό έλεγχο της οικονομίας και του κράτους στα χέρια της, και κατ’ επέκταση το αίτημα του εργατικού ελέγχου, γίνεται όλο και πιο επίκαιρο, ειδικά σε συνθήκες αναζήτησης «εναλλακτικής λύσης» από τα μαχόμενα κομμάτια του κινήματος. Ο εργατικός έλεγχος μπορεί να αποτελέσει σημείο αντίστασης στην επίθεση των καπιταλιστών (ιδιωτικοποιήσεις, εκμετάλλευση των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, ομαδικές απολύσεις, φαινομενικές χρεοκοπίες, εγκατάλειψη επιχειρήσεων αφού τις υπερχρεώσουν κλπ). Επιβάλλεται μέσα από τους αγώνες του εργατικού κινήματος, αμφισβητώντας την εξουσία των καπιταλιστών και του διευθυντικού τους μηχανισμού, τόσο στην άμεση διαδικασία παραγωγής (στους χώρους δουλειάς), όσο και στην κοινωνία συνολικά προβάλλοντας την προοπτική μιας άλλης εξουσίας και μιας άλλης οργάνωσης της παραγωγής στο σήμερα”.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί, κανείς, πως η Εισήγηση του ΠΣΟ στην 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ περιγράφει ως “αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας” ένα πατενταρισμένο ρεφορμιστικό δρόμο-γέφυρα ανατροπής του καπιταλισμού και κατάκτησης της εργατικής εξουσίας που βλέπει την εργατική τάξη μέσα από τον εργατικό έλεγχο να αντιστέκεται στην επίθεση των καπιταλιστών, να αμφισβητεί την εξουσία των καπιταλιστών και του διευθυντικού μηχανισμού της, τόσο στην άμεση διαδικασία παραγωγής (στους χώρους δουλειάς), όσο και στην κοινωνία και, έτσι, βαθμιαία, να πετυχαίνει “την εξουσία και την κυβέρνηση των εργαζομένων”, που ο ρόλος της θα είναι “να υλοποιήσει το σύνολο του αντικαπιταλιστικού προγράμματος”, δηλαδή, να το ολοκληρώσει.
Έχοντας έναν τέτοιο χαρακτήρα το “αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα” συναρμολογείται από μια σειρά ρεφορμιστικά αιτήματα: “Κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων αντί για ιδιωτικοποιήσεις. Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο όλων των τραπεζών και των μονάδων στρατηγικής σημασίας, λειτουργία τους για τις κοινωνικές ανάγκες. Να περάσουν στα χέρια των εργατών με στήριξη των εργατικών καταλήψεων μονάδων που εγκαταλείπουν οι καπιταλιστές. Παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους” κ.α.
Η πολιτική αυτή συμπληρώνεται και με θέσεις τροτσκιστικής κοπής τόσο στα εθνικά θέματα (ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, “Μακεδονικό”) και κυρίως με την άρνηση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της Ελλάδας. Ζήτημα στο οποίο, επειδή η πραγματικότητα αυτής της εξάρτησης έχει γίνει πολύ εξόφθαλμη και βαριά με τα μνημόνια, οι Θέσεις για την 4η Συνδιασκεψη προσπαθούν να το προσπεράσουν και να το διαχειριστούν οππορτουνιστικά, παρουσιάζοντας σαν ένα “ορισμένο ιδεολογικό ζήτημα” την “μονιμοποίηση του καθεστώτος της επιτροπείας με διάφορες μορφές σε βάθος δεκαετιών... και το βάθος του ρόλου της «επιτροπείας», σαν ειδική μορφή άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου και της σχέσης εθνικού-διεθνικού στις μέρες μας” και γράφοντας πως τα μνημόνια και η επιτροπεία πρέπει να “κατανοηθούν” πως “αποτελούν την ειδική μορφή που πήρε στη χώρα μας η επιβολή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων από τη συμμαχία ντόπιου και ξένου κεφαλαίου”. Για να καταλήξουν να πουν με “δυσκοίλιο” τρόπο πως “παλεύουμε ενάντια στην επιτροπεία από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης του «έθνους των εργαζομένων» από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς” ....
Πάνω στην πολιτική βάση συγκρότησής της και της γραμμής του “αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος” και στις επιπτώσεις που έχουν φέρει και φέρνουν, είναι επόμενο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να δοκιμάζεται από διάφορα δυσάρεστα συμπτώματα που δεν είναι μόνο οι αποχωρήσεις κομματιών της, αλλά και αυτά που περιγράφουν οι ίδιες οι Θέσεις για την 4η Συνδιάσκεψη ως εξής : “Σημαντικά προβλήματα αντιμετώπισαν ειδικά το τελευταίο διάστημα οι Τοπικές Επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε πολλές περιπτώσεις υπολειτουργούν, συνεδριάζουν σπάνια, ενώ η συμμετοχή σε αυτές είναι μειωμένη. Παρουσιάζονται έντονες αδυναμίες συγκεκριμένου σχεδιασμού και υλοποίησης προγράμματος δράσης για τον χώρο παρέμβασης, ενώ η πολιτική εμφάνιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις γειτονιές κυρίως εξαντλείται σε αραιές πολιτικές εκδηλώσεις. Δεν υλοποιήθηκαν σημαντικές αποφάσεις της προηγούμενης Συνδιάσκεψης, με ευθύνη της ΚΣΕ. Σοβαρό ζήτημα αποτέλεσε η έλλειψη ενιαιότητας στη δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι διαφορετικοί σχεδιασμοί -ακόμα και στο δρόμο- η αδυναμία συντονισμού και υπέρβασής τους. Το προηγούμενο διάστημα, οι αμφισημίες και οι αντιφάσεις της πολιτικής της, τα ελλείμματα βαθύτερης πολιτικής και ιδεολογικής συμφωνίας εκφράστηκαν είτε μέσω της αδυναμίας της να τοποθετηθεί άμεσα σε κρίσιμα ζητήματα, είτε με τη μη ενιαία εμφάνιση και παρέμβαση σε εργασιακούς χώρους και κρίσιμα μέτωπα. Η αδυναμία να χαραχτεί και να υπηρετηθεί ένας ενιαίος σχεδιασμός φθείρει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μειώνει την αξιοπιστία και την συσπειρωτική της δύναμη. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την επίδραση τάσεων απογοήτευσης και ηττοπάθειας, μετά την άνοδο και την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση των σοβαρών προβλημάτων λειτουργίας των τοπικών και κλαδικών επιτροπών. Η 4η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ πρέπει να σταθεί με προσοχή πάνω σε αυτό το σοβαρό πρόβλημα και να βρει τους τρόπους και τα μέτρα που χρειάζονται για το ξεπέρασμά του”
Την κατάσταση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει και το “Κείμενο- τοποθέτηση για την 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ”, που έδωσε το ΝΑΡ στη δημοσιότητα λίγες μέρες πριν την πραγματοποίηση της Συνδιάσκεψης, στο οποίο αναφέρονται και πολιτικά προβλήματα που τη δημιουργούν. Προβλήματα σχετιζόμενα με τον χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, με το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι “αριστερό κόμμα”, αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να κάνει συνεργασία με τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, με τη στάση απέναντι στη συνδικαλιστική ηγεσία, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, με τα “ανεξάρτητα κέντρα αγώνα” στο εργατικό κίνημα, με τα ελληνοτουρκικά και το ενδεχόμενο πολέμου, με την τακτική των συνεργασιών.
Στην αντιμετώπιση των πολιτικών προβλημάτων και των φυγόκεντρων τάσεων που έχουν αναπτυχθεί μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η 4η Συνδιάσκεψη επιχειρεί να απαντήσει και με οργανωτικό τρόπο, καθώς με Εισήγηση του ΠΣΟ θ' αποφασιστούν και αλλαγές του Καταστατικού της, με κυριότερη απ’ αυτές, που αφορά άμεσα και τη Συνδιάσκεψη, την αλλαγή εκλογής των ανώτερων οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που μέχρι σήμερα προέκυπταν από ψηφοδέλτιο με σταυροδοσία σε ενιαία λίστα.
Στην Εισήγηση για τις Καταστατικές αρχές λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τώρα, προτείνεται:“Το ΠΣΟ και η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκλέγονται από τη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη μέθοδο της απλής αναλογικής και με ψηφοδέλτια στη βάση κατατεθειμένης πολιτικής πλατφόρμας. Θα συγκροτούνται ψηφοδέλτια με υποψηφίους/ες συντρόφους/ισσες που θα υποστηρίζουν το πολιτικό πλαίσιο της κάθε πλατφόρμας, και η εκπροσώπησή τους στα όργανα θα είναι αναλογική βάσει του εκλογικού μέτρου που θα προκύπτει από τη διαίρεση των εγκύρων ψηφοδελτίων δια των εκλόγιμων θέσεων” .
Προφανώς τα πολιτικά προβλήματα δεν λύνονται με οργανωτικές συνταγές. Γι’ αυτό και το αν η εκλογή των ανώτερων οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με ψηφοδέλτια που θα αντιστοιχούν στις διαφορετικές πολιτικές πλατφόρμες των “συνιστωσών” της, θα συγκρατήσει τις διασπαστικές τάσεις στις γραμμές ή αντίθετα θα εντείνει μια αντιπαράθεσή τους για τον οργανωτικό έλεγχο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την τάση επιβολής της πολιτικής πλατφόρμας που θα κερδίσει τους συσχετισμούς, μένει να φανεί μετά την 4η Συνδιάσκεψη
Διαβάζοντας, κανείς, στις Θέσεις του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την 4η Συνδιάσκεψή της, που πραγματοποιείται στις 21-22 Απρίλη, την επαναλαμβανόμενη διαπίστωση πως “η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδωσε τη μάχη ενάντια στις αυταπάτες για την “αριστερή κυβέρνηση” και πως “κράτησε ψηλά τις σημαίες και τα πανό του αγώνα όταν πολλοί καλούσαν και κρατούσαν στάση ανοχής ή / και στήριξης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ” και γνωρίζοντας πολιτικές πράξεις και τοποθετήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα χρόνια που προηγήθηκαν της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, αλλά και τους πρώτους μήνες διακυβέρνησής του, πράξεις και τοποθετήσεις που ξεκινούσαν από τη συνάντηση της ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τον Αλ. Τσίπρα το 2012 (όταν αυτός έλαβε διερευνητική εντολή για κυβερνηση) και από τη θετική ανακοίνωση του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και έφτασαν μέχρι τη συμμετοχή σε φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις, στις αρχές του 2015, για τη στήριξη της “διαπραγμάτευσης” του ΣΥΡΙΖΑ στην ΕΕ, μπορεί να κατανοήσει και τι πολιτικά συμπεράσματα και θέσεις μπορεί να βγάλει η 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποσιωπώντας, κουκουλώνοντας και εξωραΐζοντας τη γραμμή που ακολούθησε τα προηγούμενα χρόνια.
Μια γραμμή που είχε, μάλιστα, συνέπειες για την ίδια καθώς οδήγησε σε αποχώρηση οργανώσεων και κομματιών της και σε προσχώρησή τους στο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που έφτιαξε τη ΛΑΕ. Γεγονός που αποσιωπάται και μαζί με αυτό παρακάμπτεται και το θέμα του εντοπισμού των αιτιών για αυτή την εξέλιξη που την αποδυνάμωσε. Αιτίες που έχουν να κάνουν τόσο με την ετερόκλητη πολιτική βάση συγκρότησης του “αντικαπιταλιστικού μετώπου” της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κυρίως με τη γραμμή που “ενοποιεί” αυτό το μέτωπο, μια γραμμή ανάμιξης ρεφορμιστικής και τροτσκιστιστικής πολιτικής που φέρει τον τίτλο του “αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος”.
Είναι, ακριβώς, τα στοιχεία αυτής της πολιτικής που έφτιαξαν και φτιάχνουν γέφυρες με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ρεφορμισμό, που αποτέλεσαν το έδαφος των πολιτικών συνεργασιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τον ΣΥΡΙΖΑ, τον δίαυλο επικοινωνίας και περάσματος δυνάμεών του στη ΛΑΕ. Και αυτήν τη γραμμή, βαδίζοντας προς την 4η Συνδιάσκεψή της, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο τη διαφυλάττει αλλά και πάνω σε αυτήν διακηρύσσει ότι επιδιώκει την αναβάθμισή της.
Όπως, υπογραμμίζουν οι Θέσεις του ΠΣΟ για την 4η Συνδιάσκεψη, με έναν εμφανέστατο ρεφορμιστικό λόγο : “Βάση της πολιτικής μας είναι το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα (που)... «γεφυρώνει» τις σημερινές διεκδικήσεις με την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και τον ορίζοντα της εργατικής εξουσίας. Το ερώτημα τελικά ποια τάξη και σε ποια κατεύθυνση μπορεί να πάρει τον πραγματικό έλεγχο της οικονομίας και του κράτους στα χέρια της, και κατ’ επέκταση το αίτημα του εργατικού ελέγχου, γίνεται όλο και πιο επίκαιρο, ειδικά σε συνθήκες αναζήτησης «εναλλακτικής λύσης» από τα μαχόμενα κομμάτια του κινήματος. Ο εργατικός έλεγχος μπορεί να αποτελέσει σημείο αντίστασης στην επίθεση των καπιταλιστών (ιδιωτικοποιήσεις, εκμετάλλευση των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, ομαδικές απολύσεις, φαινομενικές χρεοκοπίες, εγκατάλειψη επιχειρήσεων αφού τις υπερχρεώσουν κλπ). Επιβάλλεται μέσα από τους αγώνες του εργατικού κινήματος, αμφισβητώντας την εξουσία των καπιταλιστών και του διευθυντικού τους μηχανισμού, τόσο στην άμεση διαδικασία παραγωγής (στους χώρους δουλειάς), όσο και στην κοινωνία συνολικά προβάλλοντας την προοπτική μιας άλλης εξουσίας και μιας άλλης οργάνωσης της παραγωγής στο σήμερα”.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί, κανείς, πως η Εισήγηση του ΠΣΟ στην 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ περιγράφει ως “αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας” ένα πατενταρισμένο ρεφορμιστικό δρόμο-γέφυρα ανατροπής του καπιταλισμού και κατάκτησης της εργατικής εξουσίας που βλέπει την εργατική τάξη μέσα από τον εργατικό έλεγχο να αντιστέκεται στην επίθεση των καπιταλιστών, να αμφισβητεί την εξουσία των καπιταλιστών και του διευθυντικού μηχανισμού της, τόσο στην άμεση διαδικασία παραγωγής (στους χώρους δουλειάς), όσο και στην κοινωνία και, έτσι, βαθμιαία, να πετυχαίνει “την εξουσία και την κυβέρνηση των εργαζομένων”, που ο ρόλος της θα είναι “να υλοποιήσει το σύνολο του αντικαπιταλιστικού προγράμματος”, δηλαδή, να το ολοκληρώσει.
Έχοντας έναν τέτοιο χαρακτήρα το “αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα” συναρμολογείται από μια σειρά ρεφορμιστικά αιτήματα: “Κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων αντί για ιδιωτικοποιήσεις. Εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο όλων των τραπεζών και των μονάδων στρατηγικής σημασίας, λειτουργία τους για τις κοινωνικές ανάγκες. Να περάσουν στα χέρια των εργατών με στήριξη των εργατικών καταλήψεων μονάδων που εγκαταλείπουν οι καπιταλιστές. Παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους” κ.α.
Η πολιτική αυτή συμπληρώνεται και με θέσεις τροτσκιστικής κοπής τόσο στα εθνικά θέματα (ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, “Μακεδονικό”) και κυρίως με την άρνηση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της Ελλάδας. Ζήτημα στο οποίο, επειδή η πραγματικότητα αυτής της εξάρτησης έχει γίνει πολύ εξόφθαλμη και βαριά με τα μνημόνια, οι Θέσεις για την 4η Συνδιασκεψη προσπαθούν να το προσπεράσουν και να το διαχειριστούν οππορτουνιστικά, παρουσιάζοντας σαν ένα “ορισμένο ιδεολογικό ζήτημα” την “μονιμοποίηση του καθεστώτος της επιτροπείας με διάφορες μορφές σε βάθος δεκαετιών... και το βάθος του ρόλου της «επιτροπείας», σαν ειδική μορφή άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου και της σχέσης εθνικού-διεθνικού στις μέρες μας” και γράφοντας πως τα μνημόνια και η επιτροπεία πρέπει να “κατανοηθούν” πως “αποτελούν την ειδική μορφή που πήρε στη χώρα μας η επιβολή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων από τη συμμαχία ντόπιου και ξένου κεφαλαίου”. Για να καταλήξουν να πουν με “δυσκοίλιο” τρόπο πως “παλεύουμε ενάντια στην επιτροπεία από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης του «έθνους των εργαζομένων» από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς” ....
Πάνω στην πολιτική βάση συγκρότησής της και της γραμμής του “αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος” και στις επιπτώσεις που έχουν φέρει και φέρνουν, είναι επόμενο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να δοκιμάζεται από διάφορα δυσάρεστα συμπτώματα που δεν είναι μόνο οι αποχωρήσεις κομματιών της, αλλά και αυτά που περιγράφουν οι ίδιες οι Θέσεις για την 4η Συνδιάσκεψη ως εξής : “Σημαντικά προβλήματα αντιμετώπισαν ειδικά το τελευταίο διάστημα οι Τοπικές Επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε πολλές περιπτώσεις υπολειτουργούν, συνεδριάζουν σπάνια, ενώ η συμμετοχή σε αυτές είναι μειωμένη. Παρουσιάζονται έντονες αδυναμίες συγκεκριμένου σχεδιασμού και υλοποίησης προγράμματος δράσης για τον χώρο παρέμβασης, ενώ η πολιτική εμφάνιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις γειτονιές κυρίως εξαντλείται σε αραιές πολιτικές εκδηλώσεις. Δεν υλοποιήθηκαν σημαντικές αποφάσεις της προηγούμενης Συνδιάσκεψης, με ευθύνη της ΚΣΕ. Σοβαρό ζήτημα αποτέλεσε η έλλειψη ενιαιότητας στη δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι διαφορετικοί σχεδιασμοί -ακόμα και στο δρόμο- η αδυναμία συντονισμού και υπέρβασής τους. Το προηγούμενο διάστημα, οι αμφισημίες και οι αντιφάσεις της πολιτικής της, τα ελλείμματα βαθύτερης πολιτικής και ιδεολογικής συμφωνίας εκφράστηκαν είτε μέσω της αδυναμίας της να τοποθετηθεί άμεσα σε κρίσιμα ζητήματα, είτε με τη μη ενιαία εμφάνιση και παρέμβαση σε εργασιακούς χώρους και κρίσιμα μέτωπα. Η αδυναμία να χαραχτεί και να υπηρετηθεί ένας ενιαίος σχεδιασμός φθείρει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μειώνει την αξιοπιστία και την συσπειρωτική της δύναμη. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την επίδραση τάσεων απογοήτευσης και ηττοπάθειας, μετά την άνοδο και την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση των σοβαρών προβλημάτων λειτουργίας των τοπικών και κλαδικών επιτροπών. Η 4η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ πρέπει να σταθεί με προσοχή πάνω σε αυτό το σοβαρό πρόβλημα και να βρει τους τρόπους και τα μέτρα που χρειάζονται για το ξεπέρασμά του”
Την κατάσταση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει και το “Κείμενο- τοποθέτηση για την 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ”, που έδωσε το ΝΑΡ στη δημοσιότητα λίγες μέρες πριν την πραγματοποίηση της Συνδιάσκεψης, στο οποίο αναφέρονται και πολιτικά προβλήματα που τη δημιουργούν. Προβλήματα σχετιζόμενα με τον χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, με το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι “αριστερό κόμμα”, αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να κάνει συνεργασία με τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, με τη στάση απέναντι στη συνδικαλιστική ηγεσία, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, με τα “ανεξάρτητα κέντρα αγώνα” στο εργατικό κίνημα, με τα ελληνοτουρκικά και το ενδεχόμενο πολέμου, με την τακτική των συνεργασιών.
Στην αντιμετώπιση των πολιτικών προβλημάτων και των φυγόκεντρων τάσεων που έχουν αναπτυχθεί μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η 4η Συνδιάσκεψη επιχειρεί να απαντήσει και με οργανωτικό τρόπο, καθώς με Εισήγηση του ΠΣΟ θ' αποφασιστούν και αλλαγές του Καταστατικού της, με κυριότερη απ’ αυτές, που αφορά άμεσα και τη Συνδιάσκεψη, την αλλαγή εκλογής των ανώτερων οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που μέχρι σήμερα προέκυπταν από ψηφοδέλτιο με σταυροδοσία σε ενιαία λίστα.
Στην Εισήγηση για τις Καταστατικές αρχές λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τώρα, προτείνεται:“Το ΠΣΟ και η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκλέγονται από τη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη μέθοδο της απλής αναλογικής και με ψηφοδέλτια στη βάση κατατεθειμένης πολιτικής πλατφόρμας. Θα συγκροτούνται ψηφοδέλτια με υποψηφίους/ες συντρόφους/ισσες που θα υποστηρίζουν το πολιτικό πλαίσιο της κάθε πλατφόρμας, και η εκπροσώπησή τους στα όργανα θα είναι αναλογική βάσει του εκλογικού μέτρου που θα προκύπτει από τη διαίρεση των εγκύρων ψηφοδελτίων δια των εκλόγιμων θέσεων” .
Προφανώς τα πολιτικά προβλήματα δεν λύνονται με οργανωτικές συνταγές. Γι’ αυτό και το αν η εκλογή των ανώτερων οργάνων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με ψηφοδέλτια που θα αντιστοιχούν στις διαφορετικές πολιτικές πλατφόρμες των “συνιστωσών” της, θα συγκρατήσει τις διασπαστικές τάσεις στις γραμμές ή αντίθετα θα εντείνει μια αντιπαράθεσή τους για τον οργανωτικό έλεγχο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την τάση επιβολής της πολιτικής πλατφόρμας που θα κερδίσει τους συσχετισμούς, μένει να φανεί μετά την 4η Συνδιάσκεψη
Σχόλια