O Ρόλος του Άνθρακα στη Στρατηγική Παραγωγής της ΔΕΗ
ΜΕΡΟΣ 1
1.
Σύνοψη
Κατά το τελευταίο
διάστημα η ΔΕΗ δέχεται κριτική από διάφορες πλευρές για τη στρατηγική της να αναπτύξει
ανθρακικές μονάδες εμπλουτίζοντας
και ενισχύοντας το ενεργειακό μίγμα της χώρας σε όφελος της
εθνικής οικονομίας και όλων των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας. Η ασκούμενη κριτική επικεντρώνεται αποκλειστικά σε θέματα που έχουν σχέση με το περιβάλλον, αγνοώντας όλες τις παραμέτρους που συνδέονται με τη λύση του
ενεργειακού προβλήματος της χώρας και, κυρίως, παραβλέποντας
τις σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις και δυνατότητες που παρέχουν οι ώριμες
Τεχνολογίες
Καθαρού Άνθρακα (Clean Coal Technologies).
Η σωστή αντιμετώπιση του θέματος της χρήσης
άνθρακα στο πλαίσιο
μιας αποτελεσματικής ενεργειακής πολιτικής την οποία χρειάζεται η χώρα, επιβάλλει υπεύθυνη, αντικειμενική και τεκμηριωμένη ενημέρωση.
Οι επενδύσεις τις οποίες προγραμματίζει να πραγματοποιήσει η ΔΕΗ και οι
οποίες προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 12 δισ. ευρώ αποβλέπουν στην εξασφάλιση πλήρους ενεργειακής
επάρκειας, στην ενίσχυση της οικονομικής
ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας και στην αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος. Η Στρατηγική Παραγωγής της ΔΕΗ θα υλοποιηθεί
με την κατασκευή νέων μονάδων σύγχρονης
τεχνολογίας φιλικής με το περιβάλλον
με καύσιμα τους εγχώριους λιγνίτες, τον εισαγόμενο
άνθρακα και το φυσικό αέριο. Παράλληλα, η ΔΕΗ συνεχίζει την κατασκευή
μεγάλων Υδροηλεκτρικών έργων και προωθεί το Επιχειρησιακό Σχέδιο για την πραγματοποίηση, μέσω της θυγατρικής της ΔΕΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ, επενδύσεων
ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Η υλοποίηση
των επενδύσεων στον Τομέα Παραγωγής
Ηλεκτρικής Ενέργειας θα έχει άμεσα θετικά οφέλη για το περιβάλλον, καθώς μεταξύ των ετών 2006 και 2015 θα εξασφαλισθεί μείωση ανά παραγόμενη κιλοβατώρα :
• του διοξειδίου του άνθρακα (CΟ2) κατά 25%
• του διοξειδίου του θείου (SO2) κατά 91%
• των οξειδίων του αζώτου (NOx) κατά 39%
• των σωματιδίων (PM) κατά 56%.
Σε ότι αφορά τον εγχώριο λιγνίτη, το στρατηγικό
εθνικό καύσιμο, η ΔΕΗ έχει
δεσμευθεί για την αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων της Μεγαλόπολης
και της Δυτικής Μακεδονίας
μέχρι την εξάντλησή τους με τη δημιουργία νέων σύγχρονων και φιλικών προς το περιβάλλον
λιγνιτικών μονάδων. Η εισαγωγή
της χρήσης του άνθρακα επιβάλλεται
τόσο λόγω της συνεχούς μείωσης των
λιγνιτικών αποθεμάτων, όσο και λόγω της ασφάλειας εφοδιασμού της χώρας και της ανάγκης διαφοροποίησης
του ενεργειακού μίγματος με ενεργειακές
πρώτες ύλες, πέραν του φυσικού αερίου.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό
να επισημανθεί ότι, η κατασκευή ανθρακικών μονάδων, που θα ενσωματώνουν
την πλέον σύγχρονη περιβαλλοντική τεχνολογία με δυνατότητες δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), θα έχει πολλαπλά θετικά οικονομικά οφέλη για την οικονομική
και κοινωνική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος. Η πολιτική
της ΔΕΗ στον τομέα
του άνθρακα είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με αυτήν
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προκύπτει και από την πρόσφατη ανακοίνωση
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις δυνατότητες
δέσμευσης και αποθήκευσης CO2.
Στα πλεονεκτήματα του άνθρακα
περιλαμβάνονται, μεταξύ
άλλων :
•
σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα, οι πολύ χαμηλότερες τρέχουσες και
προβλεπόμενες μελλοντικές διεθνείς τιμές
του άνθρακα ως προς αυτές
του φυσικού αερίου και πετρελαίου
•
σε σχέση με την ασφάλεια
εφοδιασμού, η διαθεσιμότητα
αποθεμάτων άνθρακα σε πολλές και ανεξάρτητες
μεταξύ τους χώρες για χρονικό
διάστημα πολλαπλάσιο αυτού των αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Η διασφάλιση
του ενεργειακού μέλλοντος
της χώρας επιβάλλεται να αντιμετωπισθεί με υπευθυνότητα, έγκαιρο
προγραμματισμό, αποτελεσματικό
τεχνικό σχεδιασμό και σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερομένων μερών.
Η ΔΕΗ είναι ανοικτή σε ένα εποικοδομητικό διάλογο
με τους ενδιαφερόμενους φορείς σχετικά
με τη βέλτιστη σύνθεση του ενεργειακού μίγματος που χρειάζεται η χώρα.
Για το σκοπό αυτό κρίθηκε αναγκαία η σύνταξη
της παρούσας ανακοίνωσης
και η δημοσιοποίηση του «Ρόλου του Άνθρακα στη Στρατηγική Παραγωγής της ΔΕΗ», που παρουσιάζεται αναλυτικά στη
συνέχεια.
2.
Ο Προγραμματισμός του Συστήματος Παραγωγής
Η Αναγκαιότητα Θερμοηλεκτρικών Μονάδων
Είναι γνωστό ότι το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας παρουσιάζει
έλλειψη παραγωγικού δυναμικού.
Είναι απαραίτητο
για
λόγους
επάρκειας να ενταχθούν νέες αξιόπιστες μονάδες
παραγωγής.
Τα
μέτρα
εξοικονόμησης ενέργειας
και
η
αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας-ΑΠΕ (Μικροί Υδροηλεκτρικοί Σταθμοί, Αιολικά
Πάρκα, Γεωθερμία, Φωτοβολταϊκά
Πάρκα) καθώς και οι μεγάλοι
Υδροηλεκτρικοί Σταθμοί βοηθούν στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας. Όμως, τα αιολικά πάρκα, που αποτελούν
το μεγαλύτερο ποσοστό των σταθμών ΑΠΕ που αναπτύσσονται στην Ελλάδα, δεν είναι
διαθέσιμα για λειτουργία κατά τις
ώρες υψηλού φορτίου του συστήματος, όταν δεν πνέουν άνεμοι και η συμμετοχή της υδροηλεκτρικής
παραγωγής στο ενεργειακό ισοζύγιο
είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τις εκάστοτε κλιματολογικές συνθήκες της χώρας.
Επομένως, αν λάβουμε υπόψη την επάρκεια
παραγωγικού δυναμικού και την
προοπτική ανάπτυξης των ηλεκτρικών συστημάτων στην ευρύτερη
περιοχή, καθώς και την ισχύ των διασυνδέσεων με τις γειτονικές χώρες, οι οποίες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε περίπτωση
μη διαθεσιμότητας των αιολικών αλλά και σε ενδεχόμενες περιόδους
παρατεταμένης ξηρασίας, απαιτείται να αναπτυχθούν παράλληλα
και θερμοηλεκτρικές μονάδες, ώστε
να καλύπτεται με αξιοπιστία η ζήτηση
ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα.
Για το λόγο αυτό άλλωστε αναφέρεται και στην Οδηγία 2005/89/ΕΚ «Περί μέτρων διασφάλισης
του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό και περί επενδύσεων υποδομής»: «……Κατά την προώθηση
της ηλεκτρικής ενέργειας
από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται η ύπαρξη
εφεδρικής δυναμικότητας παραγωγής, εφόσον απαιτείται από τεχνική άποψη, ώστε να διατηρούνται η αξιοπιστία και η ασφάλεια του δικτύου.»
Τα Κριτήρια του Προγραμματισμού
Ο σχεδιασμός ενός Συστήματος Παραγωγής
Ηλεκτρικής Ενέργειας πρέπει να στοχεύει μεταξύ άλλων:
• στη διατήρηση του χαμηλού κόστους παραγωγής που προέρχεται από μονάδες βάσης (δηλαδή μονάδες
που λειτουργούν όλο το 24ωρο και καθόλη τη διάρκεια του έτους) με σκοπό την υποστήριξη της
οικονομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας και τη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας με όσο το δυνατό χαμηλές
τιμές
•
στην ικανοποίηση των περιβαλλοντικών όρων λειτουργίας
•
στην ενσωμάτωση των εξελίξεων
στον τομέα των τεχνολογιών
•
στην ασφάλεια εφοδιασμού.
Υποψήφιες θερμοηλεκτρικές
μονάδες για την περαιτέρω ανάπτυξη του συστήματος παραγωγής είναι νέες Λιγνιτικές μονάδες (Ελασσόνα, Δράμα), μονάδες Φυσικού Αερίου, Ανθρακικές, Πετρελαϊκές ή και Πυρηνικές μονάδες. Είναι αναγκαίο να σημειωθεί ότι οι εγχώριες
πηγές ενέργειας
δεν επαρκούν για την κάλυψη της ζήτησης και είναι απαραίτητη
η εγκατάσταση μονάδων
με εισαγόμενα καύσιμα.
Στην παρουσίαση αυτή δεν εξετάζονται Πετρελαϊκές και
Πυρηνικές Μονάδες.
H σκοπιμότητα εισαγωγής
του άνθρακα στο ενεργειακό ισοζύγιο
της χώρας αξιολογείται ως προς τους διαχρονικούς πυλώνες της εθνικής
και Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.
3.
Ο Πυλώνας της Ασφάλειας Εφοδιασμού
Αποθέματα Πρωτογενών Πηγών Ενέργειας
Εγχώριες Πηγές:
Λιγνίτης Μεγαλόπολης : 25
χρόνια.
Λιγνίτης Δυτικής Μακεδονίας: 35 χρόνια.
Εισαγόμενες Πηγές: Φυσικό Αέριο: 50
χρόνια. Άνθρακας : 200
χρόνια.
Τα μεγάλα αποθέματα
άνθρακα που υπάρχουν σε πολλές χώρες του κόσμου εξασφαλίζουν εναλλακτικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους πηγές εφοδιασμού, καθιστώντας
τον άνθρακα ασφαλέστερη πηγή από το φυσικό αέριο.
Η Διαφοροποίηση του Μίγματος
Καυσίμων
Στην Οδηγία 2005/89/ΕΚ «Περί μέτρων διασφάλισης του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό και περί επενδύσεων υποδομής»
αναφέρεται ότι: «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο ασφάλειας
του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό, λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα….. Κατά την εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα»:
«:……..και το βαθμό διαφοροποίησης στην παραγωγή σε εθνικό ή σχετικό περιφερειακό επίπεδο» .
Η εισαγωγή
άνθρακα στο ενεργειακό ισοζύγιο βοηθά προς αυτή την
κατεύθυνση, δηλαδή να μην υπάρχει εξάρτηση από μία και μόνη εισαγόμενη πηγή
ενέργειας, το φυσικό αέριο.
Ο Στρατηγικός Ρόλος του Λιγνίτη
Η συμβολή του λιγνίτη, του εθνικού καυσίμου, στην οικονομική και
περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας
και στην κοινωνική ευημερία του ελληνικού λαού υπήρξε ως γνωστόν πολύ μεγάλη στις τελευταίες
δεκαετίες. Η ΔΕΗ έχει
δεσμευθεί για την αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων της Μεγαλόπολης
και της Δυτικής Μακεδονίας μέχρι την εξάντλησή τους περί τα μέσα
του αιώνα, με τη συνέχιση της λειτουργίας των υπαρχουσών μονάδων και την κατασκευή δύο νέων μονάδων σύγχρονης
τεχνολογίας στη Φλώρινα
και στην περιοχή Κοζάνης-Πτολεμαίδας, ισχύος
450 MW εκάστη.
Η προοπτική
της φθίνουσας πορείας της χρήσης του λιγνίτη, του στρατηγικού καυσίμου από την άποψη της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της
χώρας, λόγω της εξαντλησιμότητας του, καθιστά
αναγκαία την προετοιμασία των περιοχών όπου αυτός εξορύσσεται για τη μετα-λιγνιτική εποχή. Η εισαγωγή του άνθρακα στο ενεργειακό
ισοζύγιο αποτελεί τη βέλτιστη επιλογή για τη συμπληρωματική
ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ανταγωνιστική με τη χρήση του
λιγνίτη. Αντίθετα, ο συμπληρωματικός ρόλος του άνθρακα παρατείνει το χρονικό περιθώριο για την ανάπτυξη άλλων οικονομικών
δραστηριοτήτων και την ομαλή μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο
περιφερειακής ανάπτυξης των λιγνιτικών περιοχών.
4.
Ο Πυλώνας της Ανταγωνιστικότητας
Έκθεση «World Energy Outlook
2007» του ΙΕΑ
Η πιο έγκυρη πρόσφατη
μελέτη για το παγκόσμιο
ενεργειακό σύστημα είναι αυτή του
Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (International Energy Agency) του ΟΟΣΑ, με τίτλο «World Energy Outlook
2007», που εκδόθηκε
το Νοέμβριο 2007. Η μελέτη αυτή επικαιροποιείται κάθε
χρόνο και αποτελεί
την ευρύτερα αποδεκτή βάση αναφοράς για τα ενεργειακά θέματα
σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με το Σενάριο Αναφοράς της μελέτης, η ζήτηση πρωτογενούς
ενέργειας στον κόσμο προβλέπεται να αυξηθεί
κατά 55% μεταξύ 2005 και 2030, με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,8%. Τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακας) παραμένουν η κυρίαρχη πρωτογενής ενεργειακή πηγή και συνεισφέρουν το 84%
της συνολικής αύξησης
ζήτησης την περίοδο 2005-2030.
Ειδικότερα η ζήτηση άνθρακα, συνεχίζοντας τη θεαματική
ανοδική τάση των τελευταίων ετών, αυξάνεται κατά 73% μεταξύ 2005 και 2030 και παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση σε απόλυτα μεγέθη σε σύγκριση
με τα υπόλοιπα καύσιμα. Το μερίδιο του άνθρακα στο παγκόσμιο ενεργειακό ισοζύγιο
πρωτογενούς ενέργειας προβλέπεται να φτάσει το 2030 σε 28% από 25% το 2005. Για λόγους σύγκρισης, το μερίδιο
του πετρελαίου μειώνεται από 35% σε 32%, παραμένοντας όμως το
κυρίαρχο καύσιμο. Το μερίδιο του φυσικού αερίου παρουσιάζει
μικρή αύξηση από 21%
σε 22%.
Αυτή η εντυπωσιακή
αναβάθμιση του ρόλου του άνθρακα στο παγκόσμιο ενεργειακό ισοζύγιο αποτελεί
την ειδοποιό διαφορά της φετινής
μελέτης του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας σε σύγκριση με τις μελέτες προηγουμένων
ετών. Αυτό οφείλεται στο διπλασιασμό της κατανάλωσης ηλεκτρισμού την περίοδο 2005- 2030, ο οποίος αυξάνει το μερίδιο του από 17% στο 22% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Οι αυξημένες τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου καθιστούν τον άνθρακα περισσότερο ανταγωνιστικό για μονάδες ηλεκτροπαραγωγής βασικού φορτίου. Αν και η μεγαλύτερη
αύξηση της χρήσης
του άνθρακα αναμένεται στην Κίνα και στην Ινδία, εντούτοις παρατηρείται
μια μικρή αύξηση της χρήσης του και στις
χώρες του ΟΟΣΑ.
Η Ανταγωνιστικότητα Μονάδων
Βάσης
Από την παραπάνω
έγκυρη έκθεση του ΙΕΑ καθώς και από την ανάλυση
ιστορικών στοιχείων και την αξιολόγηση
των προβλέψεων έγκυρων οίκων, η συγκριτική αξιολόγηση των τιμών του άνθρακα και του πετρελαίου/φυσικού αερίου δείχνει ότι:
• Ο ρυθμός αύξησης των τιμών του άνθρακα τα τελευταία χρόνια ήταν μικρότερος από το ρυθμό του πετρελαίου/φυσικού αερίου.
• Οι τιμές
του άνθρακα σήμερα είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του
πετρελαίου/φυσικού αερίου.
•
Οι τιμές του άνθρακα
μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα προβλέπεται να είναι περισσότερο ανταγωνιστικές από τις τιμές του πετρελαίου/φυσικού αερίου σε σύγκριση
με το σήμερα.
• Ο κίνδυνος απρόβλεπτης μεταβολής
των τιμών πετρελαίου/φυσικού αερίου στο μέλλον είναι πολύ μεγαλύτερος.
Οι εκτιμήσεις αυτές έχουν οδηγήσει την ηλεκτρική
βιομηχανία σε Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο να προκρίνει
τις ανθρακικές μονάδες ως τη βέλτιστη
επιλογή για μονάδες βάσης, ενώ οι μονάδες φυσικού αερίου περιορίζονται σε ρόλο
ενδιάμεσου φορτίου (δηλαδή, λόγω του υψηλότερου
κόστους, λειτουργούν λιγότερες ώρες το χρόνο σε σχέση με τις μονάδες βάσης). Η επιλογή δεν ανατρέπεται ακόμη και για υψηλές τιμές δικαιωμάτων
εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2).
Η Διάσταση της Περιφερειακής Αγοράς Ενέργειας
της ΝΑ Ευρώπης
Είναι γνωστό ότι καταβάλλονται μεγάλες προσπάθειες
για τη δημιουργία της Περιφερειακής Αγοράς Ενέργειας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Σύμφωνα
με μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η αγορά της ΝΑ Ευρώπης
κατά το 2005 είχε μέγεθος 215 TWh και αναμένεται το 2020 να ανέλθει σε 315 TWh. Στα μεγέθη αυτά περιλαμβάνεται και η Ελληνική αγορά, η οποία ήταν 50 TWh το 2005 και προβλέπεται να ανέλθει σε 80 TWh το 2020.
Στο περιβάλλον αυτό είναι αναγκαίο να λαμβάνεται
υπόψη ότι η Στρατηγική
Παραγωγής της ΔΕΗ αποσκοπεί σε δραστηριοποίηση της Επιχείρησης όχι μόνον
εντός των συνόρων της χώρας αλλά και εκτός αυτών, διασφαλίζοντας την ενίσχυση του ρόλου της σε περιφερειακό
τουλάχιστον επίπεδο. Εξάλλου, σε αυτή την περιφερειακή αγορά δραστηριοποιούνται
ή προγραμματίζουν να επεκταθούν οι μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές
εταιρίες ηλεκτρισμού.
Η ενίσχυση
της ανταγωνιστικής θέσης της ΔΕΗ με τη στρατηγική επιλογή
του άνθρακα ως καυσίμου
για μονάδες βάσης είναι απολύτως
αναγκαία για να καταστεί η Επιχείρηση ένας ισχυρός παίκτης στην Περιφερειακή
Αγορά Ενέργειας της ΝΑ Ευρώπης.
Σχόλια