Φαίνεσθαι και Είναι


Υπάρχουν κάποιοι δημοσιολόγοι (δημοσιογράφοι, πολιτικοί αναλυτές, πανεπιστημιακοί, μέλη think tanks) που εξασφαλίζουν το παντεσπάνι    τους   φτιάχνοντας πολιτικά σενάρια. Ακόμα και όταν αυτά τα σενάρια δεν είναι παρά σενάρια πολιτικής φαντασίας, είναι τόσο καλογραμμένα που μοιάζουν αληθοφανή. Τα σενάρια αυτά είναι χρήσιμα για τη διαμόρφωση αυτού που ονομάζεται «κοινή γνώμη», ενώ αφήνουν αδιάφορους εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις. Γιατί αυτοί δε χρειάζονται σενάρια για να πάρουν τις αποφάσεις τους. Γνωρίζουν τα συμφέροντά τους, μελετούν τους συσχετισμούς δύναμης και ανάλογα αποφασίζουν (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παίρνουν πάντοτε τις σωστότερες για τα συμφέροντά τους αποφάσεις).

Τη δεκαετία του '80, όταν ο γερμανικός ιμπεριαλισμός αναδεικνυόταν σε ηγέτιδα δύναμη του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού κόσμου, διάφοροι φιλοτεχνούσαν το σενάριο του «Δ' Ράιχ», που θα σάρωνε στο διάβα του όχι μόνο τις άλλες παραδοσιακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της  Ευρώπης, αλλά θα τους έπαιρνε και τις σφαίρες επιρροής στην Αφρική και την Ασία, ακόμα και με πολεμικά μέσα. Η Γερμανία παρέμεινε μεν η οικονομικά ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη της Ευρώπης, όμως δεν έγινε «Δ' Ράιχ», παρά  την ενσωμάτωση της πρώην ΓΛΔ. Και οι υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συνέχισαν να νέμονται με αποικιοκρατικό τρόπο τις σφαίρες επιρροής τους.

Τη δεκαετία του '90, όταν κατέρρευσε ο παλινορθωμένος καπιταλισμός και διαλυόταν η «ΕΣΣΔ», ενώ επικεφαλής της Ρωσίας βρισκόταν ο μέθυσος Γέλτσιν, διάφοροι χαρακτήριζαν τη Ρωσία «αποικία της Δύσης». Διαψεύστηκαν και ως προς αυτό. Η Ρωσία συγκέντρωσε την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική της δύναμη, έκανε τις προσαρμογές που έπρεπε να κάνει και ο ρωσικός ιμπεριαλισμός προέβαλε και πάλι στο διεθνές προσκήνιο, εξίσου επιθετικός με όλους τους υπόλοιπους ιμπεριαλισμούς, τους οποίους ανταγωνίζεται σε όλα τα επίπεδα. Τι έμεινε από εκείνη τη σεναριολογία περί Ρωσίας-αποικίας των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων; Απολύτως τίποτα.

Οφείλουμε να θυμόμαστε αυτά τα πράγματα, όχι για να βγάλουμε κοροϊδευτικά τη γλώσσα στους σεναριογράφους, αλλά για να διδαχτούμε πώς πρέπει να μελετάμε την πραγματικότητα, πώς πρέπει να ξεχωρίζουμε το «φαίνεσθαι» από το «είναι».

Η Γερμανία ηττήθηκε σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Και τις δύο φορές, σε διαφορετικές διεθνείς συγκυρίες, κατάφερε να ξανασταθεί στα πόδια της. Δεν έγινε αποικία των Αγγλογάλλων μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, δεν έγινε αποικία των Αμερικανών μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Παρέμεινε σε όλες τις περιπτώσεις μια ηττημένη ιμπεριαλιστική δύναμη, που περιέκλειε τις δυνατότητες επανάκτησης της οικονομικής και πολιτικής ισχύος της. Αυτές τις δυνατότητες αξιοποίησε η γερμανική μονοπωλιακή αστική τάξη και η Γερμανία έγινε ξανά αυτό που είναι σήμερα. Δε θα μπορούσε, όμως, να συμβεί κάτι διαφορετικό για τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία κ.ά. Μπορεί να βρέθηκαν σε κατώτερη θέση σε σχέση με τη Γερμανία, ποτέ όμως δεν έπαψαν να είναι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και γι' αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να μετατραπούν σε γερμανικές αποικίες (ή μισοαποικίες), όπως θέλουν κάποιοι σύγχρονοι σεναριογράφοι.

Το ίδιο ισχύει για τη Ρωσία. Αυτό που κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του '90 δεν ήταν ένα σύστημα, αλλά οι μορφές οργάνωσής του, οι οποίες σφραγίζονταν από μια ιστορική αντινομία. Ο καπιταλισμός είχε αποκατασταθεί πλήρως, η Ρωσία ήταν μια ιμπεριαλιστική δύναμη, όμως διατηρούσε μια εκτεταμένη κρατική ρεφορμιστική πολιτική, η οποία υπέσκαπτε την ανταγωνιστικότητά της ως οικονομικής δύναμης, ενώ οι μορφές κρατικής συγκρότησης παρέπεμπαν στο παλιό σοσιαλιστικό σύστημα, αποτελώντας καρικατούρες του. Η κατάρρευση του παλιού περιβλήματος του ρωσικού καπιταλισμού και η αποκατάσταση της ενότητας των μορφών συγκρότησης του κράτους και της οικονομίας με το καπιταλιστικό τους περιεχόμενο πέρασε μέσα από μια μεταβατική περίοδο που περιλάμβανε διαδοχικά πολιτικά και οικονομικά σοκ. Οταν ολοκληρώθηκε αυτή η περίοδος προσαρμογής, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός βγήκε και πάλι στο διεθνή διιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, με όπλα την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική του δύναμη. Το «φαίνεσθαι» ήταν ο μέθυσος Γέλτσιν, το «είναι» όμως ήταν ο ρωσικός ιμπεριαλισμός.

Κρίναμε σκόπιμο να θυμίσουμε τα παραπάνω, γιατί οι σεναριογράφοι ξανάπιασαν δουλειά. Πρώτα το Brexit και στη συνέχεια η εκλογή Τραμπ στην προεδρία  των ΗΠΑ, τους έδωσαν το υλικό για να στήσουν νέα σενάρια πολιτικής φαντασίας. Οι εποχές που υπάρχει ρευστότητα  στο διεθνές σκηνικό είναι οι καλύτερες για τους σεναριογράφους και σεναριολόγους, καθώς μπορούν να πουλήσουν τα κάθε είδους «φίδια» σαν εμβριθείς αναλύσεις. Ξεκινώντας από κάποιον πυρήνα αλήθειας, καταλήγουν σε προφητείες επιπέδου Αποκάλυψης και γέροντα Παΐσιου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τραμπ είναι «περιπτωσάρα» σε σχέση με ό,τι είχαμε συνηθίσει. Ακόμα και ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, που ήταν καλύτερος στο χειρισμό του λάσου παρά της αμερικάνικης γλώσσας, ήταν γόνος μιας πολιτικής οικογένειας, με ισχυρούς δεσμούς με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ενώ ο Τραμπ μοιάζει με «ούφο». Δεν ασχολήθηκε ποτέ στο παρελθόν με οποιουδήποτε επιπέδου πολιτική διοίκηση και εκμεταλλεύτηκε την κρίση στις γραμμές των Ρεπουμπλικανών για να «αρπάξει» το χρίσμα από τα χέρια των παραδοσιακών υποψηφίων τους. Αυτός και το επιτελείο του έστησαν μια προεκλογική καμπάνια «αντισυμβατική» (με την έννοια ότι δεν ακολουθούσε τις παραδοσιακές μορφές που είχαν χρησιμοποιηθεί έως τότε) και κατάφεραν να την εμφανίσουν σαν… «αντισυστημική». Κι επειδή στην Αμερική οι προεκλογικές καμπάνιες είναι κυρίως «one man show», τα προσωπικά χαρακτηριστικά του Τραμπ (ένα μείγμα χυδαιότητας, πολιτικού πρωτογονισμού και φασιστικής δημαγωγίας) παρουσιάστηκαν ως «αυγή μιας σκοτεινής εποχής» για τις ΗΠΑ. Θυμηθείτε, όμως, ότι ανάλογος θόρυβος γινόταν και με τον Μπους τζούνιορ, που τον παρουσίαζαν όχι μόνο σαν άξεστο τεξανό χωριάτη, που δεν έχει τη φινέτσα των αστών του αμερικανικού Βορρά, αλλά και σαν ηλίθιο.

Τα προσωπικά χαρακτηριστικά του Τραμπ ξεσήκωσαν εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς, που διαδήλωσαν και μετά την εκλογή του και τη μέρα και την επαύριο της ορκωμοσίας του. Κανείς δεν μπορεί να τους δώσει άδικο, μολονότι δεν είναι καθόλου δύσκολο να διακρίνει κανείς τις συνήθεις «συγχύσεις» που επικρατούν σ' αυτές τις περιπτώσεις (πόση κοινότητα συμφερόντων έχουν κάποιοι χρυσοκάνθαροι της «σόου μπιζ» με τον απλό εργαζόμενο;). Οι σεναριογράφοι, όμως, βρήκαν «πεδίον δόξης λαμπρόν» στην εξωτερική πολιτική. Παρουσιάζουν τον Τραμπ έτοιμο να διαλύσει το ΝΑΤΟ και να συμμαχήσει με τη Ρωσία ενάντια στη Γερμανία και την Κίνα! Δηλαδή, έτοιμο να ανατρέψει την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση οξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Κι αυτή η όξυνση προκαλεί κινητικότητα σε όλα τα επίπεδα. Και στο επίπεδο της αναδιανομής των αγορών από τα μονοπώλια και στο επίπεδο της αναδιανομής των σφαιρών επιρροής από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Βρισκόμαστε, όμως, σε σημείο που να σπάσουν οι δομημένες μεταπολεμικά συμμαχίες ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Δηλαδή να τα σπάσουν οι ΗΠΑ με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ηπειρωτικής Ευρώπης και η Ρωσία με την Κίνα και ΗΠΑ-Ρωσία, με τσόντα τη Βρετανία, να συμπήξουν συμμαχία ενάντια στην ηπειρωτική Ευρώπη από τη μια και την Κίνα από την άλλη; Χρειάζεται φαντασία σεναριογράφου για να πεις ότι κάτι τέτοιο βρίσκεται προ των πυλών. Αρκεί να σκεφτούμε πώς είναι δομημένα τα μονοπωλιακά συγκροτήματα πολεμικού υλικού σε ΗΠΑ και Ρωσία, ποιες είναι οι αγορές τους και τι σημασία παίζουν αυτά τα μονοπωλιακά συγκροτήματα και στις δύο χώρες, για να αντιληφθούμε πως δε βρισκόμαστε στο σημείο που οι ΗΠΑ θα διαλύσουν το ΝΑΤΟ και θα τα σπάσουν με τις δυτικοευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Ο Τραμπ μπορεί να λέει διάφορα, όμως δεν είναι ένα πρόσωπο που θα πάρει τις αποφάσεις σε μια ιμπεριαλιστική χώρα του μεγέθους και της ισχύος των ΗΠΑ. Δεν είναι καν «η γραφειοκρατία της Ουάσιγκτον», όπως αρέσκεται να την αποκαλεί ο Τραμπ (και το αναπαράγουν οι σεναριογράφοι, οικοδομώντας πάνω σ' αυτούς τους αφορισμούς του Τραμπ μεγάλο μέρος των «αναλύσεών» τους). Υπάρχουν πανίσχυροι μονοπωλιακοί όμιλοι που στις ΗΠΑ συμμετέχουν απροκάλυπτα στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτοί οι όμιλοι, με τους ανταγωνισμούς τους και τις συμφωνίες τους, είναι που θα καθορίσουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Εκείνο που πρέπει να παρακολουθούμε προσεκτικά, λοιπόν, είναι οι πραγματικές κινήσεις της εξωτερικής πολιτικής των ιμπεριαλιστικών χωρών και όχι τα σενάρια που γράφουν οι «αναλυτές», στηριζόμενοι σε πολιτικές δηλώσεις και ατάκες των μπαλκονιών και των τηλεοπτικών στούντιο. Σίγουρα η όξυνση του ανταγωνισμού θα οδηγήσει σε πολιτικές εντάσεις, η πρώτη από τις οποίες είναι η διαδικασία του Brexit.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανυπολόγιστη η καταστροφή στην Βόρεια Εύβοια

Μπορεί τα έργα να μην ολοκληρώνονται στον προβλεπόμενο χρόνο, όμως υπηρεσίες και ανάδοχοι ενεργούν αστραπιαία όταν πρόκειται να δοθούν στους δεύτερους παρατάσεις.