Η κυβέρνηση Τραμπ προωθεί στο εσωτερικό τον εκφασισμό του κράτους και στο εξωτερικό μια επιθετική φιλοπόλεμη πολιτική
Όσο ξεδιπλώνεται η πολιτική της κυβέρνησης
Τραμπ στις ΗΠΑ, με τα απανωτά διατάγματα, τις δηλώσεις και τις απειλές
που εκτοξεύονται προς διάφορες κατευθύνσεις, τόσο τροφοδοτούνται και
οξύνονται αντιθέσεις εντός και εκτός ΗΠΑ, προκαλώντας πρωτόγνωρες
αντιδράσεις και μία αντίστοιχη πολιτική κινητικότητα.
Βγαίνουν στην επιφάνεια αντιθέσεις ανάμεσα
σε κύκλους του αμερικανικού μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και μία πολιτική
και κοινωνική πόλωση, που αποσταθεροποιεί το εσωτερικό μέτωπο στις ΗΠΑ,
γεγονός που μπορεί να προκαλέσει εμπόδια στην επιθετική εξωτερική
πολιτική του Τραμπ. Ταυτόχρονα κλιμακώνεται ο ενδοϊμπεριαλιστικός
ανταγωνισμός ανάμεσα στις ΗΠΑ και συμμάχους με αιχμή την Ε.Ε. και
ιδιαίτερα την Γερμανία και επίσης σε άλλη φάση περνάνε οι σχέσεις με
Κίνα και Ρωσία.
Σε πρώτη φάση οι αντιθέσεις πυροδοτήθηκαν
από τη σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής του Τραμπ, που
επιχειρείται μέσω του προεδρικού διατάγματος για την απαγόρευση της
εισόδου στις ΗΠΑ πολιτών από επτά μουσουλμανικές χώρες και συνεχίζει να
«ρίχνει λάδι» στη φωτιά της κόντρας όχι μόνο με δικαστές, αλλά και με
κορυφαία μονοπώλια που δραστηριοποιούνται στον τομέα της τεχνολογίας
αιχμής και οι οποίοι αντιδρούν γιατί έχουν εργαζόμενους υψηλής
κατάρτισης μετανάστες, που είναι και πιο φτηνοί. Διευθύνοντες σύμβουλοι
127 εταιρειών όπως οι «Google», «Tesla», «Apple», HP, «Facebook»,
«Twitter», «Microsoft», «Netflix», έχουν υπογράψει νομικό έγγραφο
υπεράσπισης των μεταναστών, προωθώντας το σε δικαστήριο της Ουάσιγκτον,
με το οποίο αντιτίθενται στο προεδρικό διάταγμα για περιορισμό της
μετανάστευσης.
Σε αυτό το κλίμα, συνεχίζονται οι
αντιπαραθέσεις με κρατικές υπηρεσίες και με ομοσπονδιακούς δικαστές όπως
ο Τζέιμς Ρόμπαρτ από το Σιάτλ, που ανέστειλε το προεδρικό διάταγμα
απαγόρευσης εισόδου πολιτών από επτά μουσουλμανικές χώρες. Ο Τραμπ
κατηγόρησε τον δικαστή Ρόμπαρτ ότι βάζει τη χώρα «σε περιπέτειες» και
πως «θα φταίει ο ίδιος» αν συμβεί κάτι και παραδέχτηκε πως «τα
δικαστήρια κάνουν τη δουλειά πολύ δύσκολη». Όπως εκτιμάται, κάθε πιθανή
προσφυγή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα μπορεί να συναντά σε
περιφερειακά δικαστήρια αντίστοιχη αντιμετώπιση και έτσι να μπλοκάρεται
το διάταγμα.
Παράλληλα αστοί πολιτικοί και ΜΜΕ, εντός
και εκτός ΗΠΑ, επιχειρούν να αξιοποιήσουν το ζήτημα για να δημιουργήσουν
ένα «αντίπαλο δέος» και δήθεν «προοδευτικό δημοκρατικό μέτωπο», που
μπορεί να χειραγωγήσει τον αμερικάνικο λαό και τους λαούς στον κόσμο,
μέσα από την αντίθεση στον αντιδραστικό Τραμπ.
Πρώτος και καλύτερος αντέδρασε ο πρώην
Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, που έσπευσε να δηλώσει ότι «διαφωνεί πλήρως με
διακρίσεις που στοχοποιούν ανθρώπους βάσει πίστης και θρησκείας».
Ταυτόχρονα, στην ανακοίνωση Ομπάμα εκφράζεται ικανοποίηση για τη
«σημαντική συμμετοχή πολιτών σε κινητοποιήσεις ασκώντας τα συνταγματικά
δικαιώματα συνάθροισης και κάνοντας τις φωνές τους να ακουστούν», όταν
«διακυβεύονται οι αμερικανικές αξίες». Αξίες, βεβαίως, που ένιωσαν στην
πλάτη τους τόσο οι Αμερικανοί εργαζόμενοι όσο και οι λαοί που υπέστησαν
τις επεμβάσεις του «προοδευτικού» Ομπάμα για λογαριασμό των συμφερόντων
που εκπροσωπούσε, όπως και ο Τραμπ που χρησιμοποιεί άλλη τακτική για τον
ίδιο στόχο.
Και στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού
Κόμματος οι γερουσιαστές Τζον Μακέιν και Λίντσεϊ Γκράχαμ επέκριναν το
προεδρικό διάταγμα, υποστηρίζοντας ότι «θα βλάψει τον αγώνα των ΗΠΑ κατά
της τρομοκρατίας». Ο Τραμπ αποδοκίμασε την ανακοίνωση Μακέιν - Γκράχαμ,
προτείνοντάς τους «να επικεντρώσουν τις ενέργειές τους στην
καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, αντί να κοιτάνε πώς θα
ξεκινήσουν τον Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο».
Στις ΗΠΑ πάντως εκδηλώθηκαν διαδηλώσεις σε
πολλά διεθνή αεροδρόμια αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Επιστολή υπέγραψαν
επίσης δεκάδες Αμερικανοί διπλωμάτες κατά της νέας αντιμεταναστευτικής
πολιτικής, εκτιμώντας ότι «είναι αντι-αμερικανική και δεν θα κάνει τις
ΗΠΑ ασφαλέστερες». Το διάταγμα καταδίκασαν ακόμα από κοινού και οι
γενικοί εισαγγελείς 16 αμερικανικών πολιτειών, ενώ στη Βρετανία έχουν
συγκεντρωθεί πάνω από ένα εκατομμύριο υπογραφές να μην πραγματοποιήσει
επίσημη επίσκεψη στη χώρα ο Πρόεδρος Τραμπ. Επίσης, ομοσπονδιακή
Εισαγγελέας της Νέας Υόρκης ζήτησε την αναστολή του διατάγματος για
όσους έχουν άδεια παραμονής και βίζα. Διαδηλώσεις έγιναν και σε μια
σειρά ευρωπαϊκές πόλεις, δείχνοντας την αντίθεση στην
αντιμεταναστευτική, ρατσιστική και τραμπούκικη πολιτική της νέας
αμερικανικής κυβέρνησης.
Στην Ευρώπη «περίσσεψε» η υποκρισία και η
«ευαισθησία» για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και τον ρατσισμό. Ο
εκπρόσωπος της ΕΕ, Μ. Σχοινάς, σημείωσε πως οι Βρυξέλλες θα διασφαλίσουν
ότι «κανένας από τους πολίτες της δεν θα υποστεί διάκριση». Ο Βέλγος
πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της «Συμμαχίας Φιλελεύθερων και
Δημοκρατών», Γκι Φερχόφσταντ, μίλησε για «τρίτο μέτωπο επίθεσης που
δέχεται η ΕΕ», βάζοντας σε αυτό τον Πρόεδρο Τραμπ, μετά τον Ρώσο Πρόεδρο
Πούτιν και την ισλαμική τρομοκρατία. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Τερέζα
Μέι, σημείωσε ότι «δεν είμαστε σύμφωνοι με αυτού του είδους προσέγγισης
της μεταναστευτικής πολιτικής των ΗΠΑ». Ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα
ανθρώπινα δικαιώματα, Ζέιντ Ράαντ αλ Χουσέιν, κατήγγειλε «την έλλειψη
γενναιοδωρίας» των ΗΠΑ. Επίσης, χαρακτηριστικό της αντιπαράθεσης είναι
το γεγονός ότι ο πρόεδρος του βρετανικού Κοινοβουλίου, Τζον Μπέρκοου,
εξέφρασε την αντίθεσή του να δεχτεί στη Βουλή τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντ.
Τραμπ, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Μεγάλη Βρετανία τον
ερχόμενο Ιούνη, «λόγω των ρατσιστικών του απόψεων».
Αυτού του είδους όμως οι αντιδράσεις,
περιέχουν μία γενικότερη ανησυχία, που αφορά το μέλλον των συμμαχικών
γεωπολιτικών και οικονομικών σχέσεων, ιδιαίτερα με τις ισχυρές
ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης με αιχμή τη Γερμανία, αλλά και την
Ε.Ε., ως ενιαία οικονομική και πολιτική συγκρότηση.
Από την προεκλογική του ακόμη περίοδο, ο
Τραμπ έδειξε τις προθέσεις του απέναντι στην Ε.Ε., πριμοδοτώντας
πολιτικά το Brexit, και όλες εκείνες τις ακροδεξιές δυνάμεις που είναι
υπέρ της αποχώρησης από την Ε.Ε.
Το ζήτημα του μέλλοντος της ΕΕ, ειδικά σε
σχέση με το Brexit και τη στάση των ΗΠΑ, απασχόλησε και την άτυπη Σύνοδο
Κορυφής της ΕΕ, στη Μάλτα, και πολύ περισσότερο θα απασχολήσει την
επετειακή σύνοδο το Μάρτη στη Ρώμη για τα 60χρονα από την ίδρυση της
Ε.Ε. (την εξέλιξη της Ένωσης Άνθρακα και Χάλυβα του 1952 σε ΕΟΚ το 1957
και μετά ΕΕ το 1992). Παρότι γίνονται εκκλήσεις στην «ενότητα», ανησυχεί
τα επιτελεία της ΕΕ η άνοδος του λεγόμενου αστικού ευρωσκεπτικισμού, οι
ηγέτες του οποίου κινούνται φιλικά προς τη νέα πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ
(Μ. Λεπέν στη Γαλλία, «Εναλλακτική για τη Γερμανία», Γκερτ Γκίλντερ
στην Ολλανδία, Β. 'Ορμπαν στην Ουγγαρία και άλλοι, όπου σε κάποιες από
αυτές τις χώρες θα γίνουν και εκλογές μέσα στο 2017, Ολλανδία, Γαλλία,
Γερμανία, πιθανά Ιταλία). Επίσης, υπάρχει ανησυχία για το ενδεχόμενο
φαινομένου «ντόμινο» με νέα δημοψηφίσματα αποχώρησης από την ΕΕ.
Το «βαρύ» και ανησυχητικό κλίμα που
επικρατεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, εκφράστηκε με πρωτόγνωρες
δηλώσεις στη Μάλτα, αλλά και αλλού. Χαρακτηριστικότερος και
επιθετικότερος όλων ήταν ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ
Τουσκ, ο οποίος σε ανοικτή επιστολή του στους ηγέτες των 27 χωρών -
μελών χαρακτήρισε τον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ «υπαρξιακή απειλή για την
Ευρώπη» και μέρος της ομάδας «αυτών που συνιστούν επικίνδυνες προκλήσεις
για την ΕΕ», συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν τις ηγεσίες «Ρωσίας, Κίνας, το
ακραίο Ισλάμ και άλλες απειλές». Υποστήριξε πως οι επιθετικές πολιτικές
Ρωσίας και Κίνας, η τρομοκρατία και η αναρχία στη Μέση Ανατολή και
«ανησυχητικές διακηρύξεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης θέτουν σε
κίνδυνο το μέλλον της Ευρώπης», σημειώνοντας: «Ειδικότερα, η αλλαγή στην
Ουάσιγκτον θέτει την ΕΕ σε δύσκολη θέση αφού η νέα κυβέρνηση φαίνεται
να αμφισβητεί την αμερικανική εξωτερική πολιτική των τελευταίων 70
ετών».
Ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ, Γερούν
Ντάισελμπλουμ, πρότεινε να αναζητήσει η ΕΕ «νέους διεθνείς εμπορικούς
εταίρους στην περίπτωση που ο παραδοσιακός οικονομικός και πολιτικός
τους σύμμαχος, οι ΗΠΑ, παλινδρομήσουν σε μια πολιτική προστατευτισμού». Ο
Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μισέλ Σαπέν, υποστήριξε ότι η κυβέρνηση
Τραμπ αντιπροσωπεύει «σοβαρό κίνδυνο για το διεθνές εμπόριο» και πως η
Ευρώπη οφείλει να ορθώσει το ανάστημά της, για να προλάβει την
κατάρρευση των παγκόσμιων οικονομικών θεσμών, λέγοντας πως «ούτε η
Γαλλία, ούτε η Ευρώπη μπορούν να παρακολουθούν ανήμπορες την αποξήλωση
των οικονομικών μας θεσμών».
Η Μέρκελ δήλωσε πως ο πόλεμος κατά της
τρομοκρατίας «δεν δικαιολογεί γενική δράση κατά συγκεκριμένων χωρών και
ανθρώπων συγκεκριμένης πίστης». Επίσης τόνισε πως «η Ευρώπη κρατά την
τύχη της στα χέρια της. Όσο πιο ξεκάθαροι είμαστε για το πώς
προσδιορίζουμε τον ρόλο μας στον κόσμο, τόσο καλύτερα μπορούμε να
φροντίσουμε τις διατλαντικές μας σχέσεις». Ας σημειωθεί πάντως ότι πριν
τις δηλώσεις Μέρκελ είχε δημοσιευτεί δήλωση του Πίτερ Ναβάρο, που είναι
σύμβουλος του Προέδρου Τραμπ για θέματα Εμπορίου στο Συμβούλιο Εθνικής
Ασφάλειας του Λευκού Οίκου. Ο Ναβάρο είχε σημειώσει πως η Γερμανία
«χρησιμοποιεί το χυδαία υποτιμημένο ευρώ για να εκμεταλλευτεί τους
εταίρους της σε Αμερική και Ευρώπη».
Παράλληλα, ο Γάλλος Πρόεδρος Ολάντ,
εκφράζοντας ουσιαστικά τον προβληματισμό για τις αμερικανικές πιέσεις,
με «μοχλό» την απαίτηση για μεγαλύτερη οικονομική συμμετοχή στην «κοινή
ασφάλεια» με αιχμή το ΝΑΤΟ, σημείωσε πως χρειάζεται: «Να έχουμε
εγγυημένη τη δική μας προστασία βασιζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις.
Επιπλέον, πρέπει να καταδείξουμε προς τον κόσμο αυτή μας την ισχύ, και
αν οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ αλλάξουν, αν δηλαδή υπάρξουν κάποιες
συζητήσεις σχετικά με τη συμμετοχή σε οικονομικό επίπεδο, πρέπει να
υπάρχει μια ομόφωνη θέληση της Ευρώπης. Και είμαι σίγουρος ότι θα
μπορέσουμε να διασφαλίσουμε τη δική μας άμυνα στο πλαίσιο της
συμμαχίας». Συμπλήρωσε ακόμα ότι «το δεύτερο συμπέρασμα που πρέπει να
αντληθεί είναι ότι η Ευρώπη είναι η πρώτη οικονομική δύναμη του κόσμου
σε επίπεδο οικονομικό, εξαγωγών, και πρέπει η Ευρώπη να προασπιστεί τα
δικά της συμφέροντα. Και αν υπάρχουν εμπορικές συμφωνίες θα πρέπει να
τις συνομολογεί η ίδια η Ευρώπη σε σχέση με άλλες χώρες, όπως για
παράδειγμα με τις ΗΠΑ».
Χαρακτηριστική είναι και η απάντηση του
Γιουνκέρ, όταν ρωτήθηκε εάν νιώθει να απειλείται από τον Αμερικανό
πρόεδρο Τραμπ. «Όχι δεν νιώθω να απειλούμαι, αλλά νομίζω ότι υπάρχει
περιθώριο για εξηγήσεις. Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι η νέα
κυβέρνηση δεν γνωρίζει λεπτομερώς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά στην Ευρώπη
οι λεπτομέρειες έχουν σημασία».
Εκτός όμως από τη Γερμανία και την Ε.Ε., η
κυβέρνηση Τραμπ στέλνει μηνύματα και απειλές προς πολλούς αποδέκτες,
όπως π.χ η Κίνα, το Ιράν, αλλά και η Ρωσία. Η Νίκι Χέιλι, νέα πρέσβειρα
των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, προειδοποίησε: «Προς εκείνους που δεν μας
υποστηρίζουν: Σημειώνουμε τα ονόματά σας. Εμείς θα δείξουμε την ισχύ
μας, θα κάνουμε να ακουστεί η φωνή μας, θα υποστηρίζουμε τους συμμάχους
μας και θα διασφαλίσουμε ότι οι σύμμαχοί μας θα μας υποστηρίζουν
επίσης».
Σχετικά με τον ανταγωνισμό με την Κίνα και
τον ρόλο των ΗΠΑ σε Ασία και Ειρηνικό, οι επικριτές της νέας κυβέρνησης
την κατηγορούν ότι σχεδόν «προδίδει τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας
των ΗΠΑ και την κυριαρχία τους στην Ασία και τον Ειρηνικό» και πως
παραδίδει την περιοχή στην Κίνα. Αυτό τουλάχιστον επισήμανε μιλώντας στο
δίκτυο CNN (που παίζει πλέον το ρόλο «αντιπολιτευόμενου» ΜΜΕ) ο Φρεντ
Μπέργκστεν, από το «Peterson Institute for International Economics».
Υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Οι Κινέζοι δεν θα μπορούσαν να είχαν
μεγαλύτερο δώρο από αυτό που τους έδωσε ο Πρόεδρος Τραμπ. Τους το
σέρβιρε σε ασημένιο δίσκο!». Ο ίδιος υπογράμμισε ότι ο βασικός στόχος
της συμφωνίας ΤΡΡ δεν ήταν τόσο τα τεράστια οικονομικά οφέλη, αλλά η
δημιουργία αναχώματος στην εντεινόμενη ισχύ της Κίνας σε Ασία -
Ειρηνικό.
Πάντως η κυβέρνηση Τραμπ, ασκώντας από την
πρώτη μέρα πιέσεις στην Κίνα, έσπευσε με την επίσκεψη του υπουργού
Άμυνας, Μάτις, σε Ιαπωνία και Νότια Κορέα, να διαβεβαιώσει τη συμμαχία
με αυτές τις χώρες, ενώ μίλησε για «αποτελεσματική και εντυπωσιακή
απάντηση» που θα λάβει η οποιαδήποτε χρήση πυρηνικών όπλων από τη Βόρεια
Κορέα. Ο Μάτις, στις επαφές του, συζήτησε την ευρύτερη «αμυντική
συμμαχία» Σεούλ - Ουάσιγκτον, αλλά και τα πιθανά «αντί-μέτρα σε
οποιεσδήποτε προκλήσεις της Πιονγιάνγκ». Κεντρική επιδίωξη της επίσκεψης
Μάτις είναι και η επιτάχυνση της εγκατάστασης του αντιπυραυλικού
συστήματος THAAD στην περιοχή.
Αλλά και με το Ιράν, η αντιπαράθεση έχει
ξεκινήσει από την πρώτη ημέρα, με την απειλή για ακύρωση της συμφωνίας
για το πυρηνικό πρόγραμμα, γεγονός που εμπλέκει και τη Ρωσία. Ο Ιρανός
υπουργός Εξωτερικών Μοχάμεντ Τζαβάντ Ζαρίφ, προέβλεψε πως ο Τραμπ θα
επιχειρήσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να επαναδιαπραγματευτεί τη
διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Προέβλεψε έτσι ότι
«περιμένουν δύσκολες μέρες το Ιράν», αλλά εκτίμησε ότι οι άλλες δυνάμεις
που έχουν υπογράψει τη συμφωνία (Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία, ΕΕ) δεν
θα δεχτούν νέα παζάρια στη συμφωνία του 2015.
Στη Μόσχα, πάντως, συναντήθηκαν, οι
υφυπουργοί Εξωτερικών Ρωσίας, Σεργκέι Ριάμπκοφ, και Ιράν, Αμπάς Αραγτσί,
με κεντρικό ζήτημα την εφαρμογή της διεθνούς συμφωνίας για το ιρανικό
πυρηνικό πρόγραμμα και τη γενική αποτίμηση από τον ενάμιση χρόνο τήρησής
της. Ο Ριάμπκοφ σημείωσε πως για τη Μόσχα «είναι μείζον ζήτημα η
συνέχιση εφαρμογής της συμφωνίας», χαρακτηρίζοντάς την «στοιχείο
σταθεροποίησης των διεθνών σχέσεων». Τόνισε πως η ρωσική κυβέρνηση δίνει
«μεγάλη σημασία στις θετικές και εποικοδομητικές σχέσεις με το Ιράν».Το
κλίμα πάντως στις αμερικανοϊρανικές σχέσεις αναμένεται να βαρύνει κι
άλλο, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε νέες κυρώσεις σε βάρος της
Τεχεράνης, με πρόσχημα την πρόσφατη ιρανική πυραυλική δοκιμή. Οι
κυρώσεις αφορούν 13 Ιρανούς και 12 ιρανικές εταιρείες.
Κεντρικό πάντως ζήτημα στον
ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό παραμένει η σχέση με τη Ρωσία, καθώς πέρα
από τις εκατέρωθεν «φιλοφρονήσεις», τα καυτά μέτωπα, όπως είναι η
Ουκρανία, η αντιπυραυλική ασπίδα, η προώθηση ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στα
δυτικά σύνορα της Ρωσίας και η Συρία, παραμένουν ανοικτά και φλέγοντα.
Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να παρακολουθούμε την αναδιαμόρφωση της
τακτικής και στρατηγικής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, την τροποποίηση
συμμαχιών και συνεργασιών, χωρίς ούτε στιγμή να ξεχνάμε πως πρόκειται
για έναν ισχυρό ιμπεριαλισμό, που βγάζει στην επιφάνεια τα πιο επιθετικά
και τραμπούκικα χαρακτηριστικά του.
Σχόλια