Μνημονιακή διαπραγμάτευση και εσωτερικοί πολιτικοί ελιγμοί
Ο κυβερνητικός βουλευτής Δημήτρης Σεβαστάκης, που αποφάνθηκε ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές επί του πρακτέου και άνετα θα μπορούσαν να καθήσουν στο ίδιο τραπέζι και να συμφωνήσουν στην οικονομική πολιτική, δεν είπε τίποτα διαφορετικό από την πρώην κυβερνητική εκπρόσωπο (και πάντοτε «ντουντούκα» του Μαξίμου) Ολγα Γεροβασίλη, που κάλεσε την αντιπολίτευση να συμπήξει με την κυβέρνηση εθνικό μέτωπο ενάντια στους δανειστές, ώστε να κλείσει γρήγορα η δεύτερη αξιολόγηση, χωρίς θέσπιση από τώρα μέτρων που θα εφαρμοστούν στο μέλλον. Απλά, ο Σεβαστάκης εξέφρασε με τρόπο «λαϊκό» αυτό που τα μέλη της κυβέρνησης δεν μπορούν να πουν: «ελάτε να τα βρούμε στα μνημονιακά ζητήματα, αφού όλοι μαζί ψηφίσαμε το τρίτο Μνημόνιο».
Δεν είναι η πρώτη φορά που από το κυβερνητικό στρατόπεδο απευθύνεται αυτό το μήνυμα προς την αντιπολίτευση. Και όταν ψηφιζόταν το μεγάλο αντιλαϊκό πακέτο της πρώτης αξιολόγησης (Ασφαλιστικό, νέα χαράτσια, κόκκινα δάνεια) τα ίδια λέγονταν. Τότε, μάλιστα, τα έλεγαν οι ίδιοι οι υπουργοί (Τσακαλώτος, Κατρούγκαλος κ.ά.), θυμίζοντας στην αντιπολίτευση ότι νομοθετούν αυτά που προβλέπονταν στο τρίτο Μνημόνιο, το οποίο όλοι μαζί είχαν ψηφίσει. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Καταρχάς, τώρα οι δανειστές απαιτούν παράταση του Μνημόνιου και η κυβέρνηση έχει ήδη συμφωνήσει σ' αυτό. Επομένως, η μνημονιακή αντιπολίτευση έχει το επιπλέον επιχείρημα ότι η ίδια δεν έχει υπογράψει κάτι τέτοιο, αλλά είναι η κυβέρνηση που με την αποτυχημένη πολιτική της και με την ανύπαρκτη αξιοπιστία της έναντι των δανειστών, οδήγησε τα πράγματα σ' αυτό το σημείο. Δεύτερο, έχει περάσει ενάμισης χρόνος από τότε που όλοι μαζί ψήφισαν το τρίτο Μνημόνιο, οπότε το «όλοι μαζί» έχει εξασθενίσει. Ο λαός κοιτάζει τώρα τα μέτρα που ψηφίζονται και δικαιώνει τη μνημονιακή αντιπολίτευση που τα καταψηφίζει, αδιαφορώντας για το τι έγινε τον Ιούλη-Αύγουστο του 2015. Κοντολογίς, ο κυβερνητικός ισχυρισμός «όλοι μαζί ψηφίσαμε το τρίτο Μνημόνιο», έχει μπαγιατέψει, έχει φθαρεί τόσο που δεν έχει καμιά αξία για τον ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο αδυναμία μπορεί να αποκαλύψει, γι' αυτό και οι υπουργοί τον έχουν εγκαταλείψει.
Οταν, λοιπόν, επανέρχεται αυτή η άποψη -είτε ως έκκληση για τη σύμπηξη εθνικού μετώπου διαπραγμάτευσης έναντι των δανειστών είτε με τον απροκάλυπτο τρόπο του Σεβαστάκη- ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτει τη δυσχερή θέση στην οποία έχει βρεθεί. Απελπισία αποκαλύπτουν αυτές οι θέσεις και όχι δύναμη.
Φυσικά, η αντιπολίτευση δεν υπήρχε περίπτωση να τσιμπήσει. Ούτε καν το ΠΑΣΟΚ της Φώφης, που θα καλόβλεπε μια κυβέρνηση με συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ από τη σημερινή Βουλή. Δε θα ήθελε, όμως, να στιγματιστεί σαν δεκανίκι του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια συγκυρία που προσπαθεί να ανακάμψει. Αλλο να κληθεί να συμμετάσχει σε μια ευρύτερη συμμαχική κυβέρνηση, σε συνθήκες «εθνικής κρίσης», οπότε θα μπορούσε να επιβάλει και κάποιους όρους, και άλλο να προσφερθεί να βγάλει τον ΣΥΡΙΖΑ από τη δύσκολη θέση.
Ο Μητσοτάκης έχει τους δικούς του φόβους. Δε θα ήθελε με τίποτα μια επανάληψη του σκηνικού του καλοκαιριού του 2015. Γιατί στην περίπτωση που η ΝΔ θα εξαναγκαζόταν να ψηφίσει μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ την επέκταση του Μνημόνιου ή και ένα καινούργιο Μνημόνιο, οι ευθύνες της θα ισομοιράζονταν με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Από μια τέτοια εξέλιξη η ΝΔ μόνο να χάσει θα είχε και ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο να κερδίσει. Για τους ίδιους λόγους ξορκίζει και την ψήφιση των νέων μέτρων με τη διαδικασία της ενισχυμένης πλειοψηφίας. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διέψευσε ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε κάτι τέτοιο, όμως σε συνθήκες πολιτικής κρίσης τέτοιες διαψεύσεις έχουν σχετική αξία. Σύντομα μπορούν να μετατραπούν στο αντίθετό τους, αν η κυβέρνηση κρίνει ότι κάτι τέτοιο βολεύει τη δική της τακτική. Και οι Τσιπραίοι έχουν αποδείξει πολλές φορές ότι «δεν έχουν μπέσα» (αν μπορεί να γίνει λόγος για «μπέσα» στην αστική πολιτική).
«Περιθώριο συνεννόησης με τον κ. Τσίπρα δεν υπάρχει. Την προσφέραμε τον Αύγουστο του 2015. Αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει. Αν αποφασίσει η κυβέρνηση να συμφωνήσει σε σκληρά μέτρα, μόνη της θα πρέπει να τα ψηφίσει» διαμήνυσε από τη Θεσσαλονίκη ο Μητσοτάκης. Μια μέρα πριν είχε πει: «Είμαστε σε κρίσιμη φάση.
Η κυβέρνηση ή θα κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση σύντομα ή θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Δε θα γίνει αποδεκτό σε καμία περίπτωση και θα είναι εγκληματική επιλογή να μην κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Να αφήσει τη χώρα να σέρνεται, να πλησιάζουμε προς τον Ιούλιο και να φτάσουμε να ξαναζήσουμε το έργο του 2015».
Ο προσεκτικός παρατηρητής θα σημειώσει πως ο Μητσοτάκης δεν περιορίζεται στο παλιό «φύγετε - εκλογές τώρα», αλλά χρησιμοποιεί μια διάζευξη: ψηφίστε τα μέτρα μόνοι σας ή εκλογές. Το «γαλάζιο» επιτελείο ξέρει πολύ καλά πως αν ο Τσίπρας κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση, ψηφίζοντας και την επέκταση του Μνημόνιου, όπως απαιτούν οι ιμπεριαλιστές δανειστές, δε θα έχει κανένα λόγο να πάει σύντομα στις εκλογές. Αν δεν του συμβεί κανένα «ατύχημα», θα προσπαθήσει να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία μέχρι την τελευταία μέρα, μέχρι το Σεπτέμβρη του 2019. Η κυβέρνησή του θα βαρύνεται πλέον και με τα νέα μέτρα, οπότε δε θα μπορέσει να βρει το παραμικρό «πάτημα» για να στηρίξει μια προεκλογική εκστρατεία που θα τον οδηγήσει σε μια «αξιοπρεπή ήττα». Σε εκλογές θα μπορούσε να πάει σε ένα κλίμα «ηρωικής αντίστασης». Δηλαδή, αρνούμενος να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση με την επέκταση του Μνημονίου.
Τι θα προτιμούσε ο Μητσοτάκης; Προφανώς το πρώτο, έστω κι αν χρειαστεί να περιμένει δυόμισι χρόνια ακόμα για να γίνει πρωθυπουργός. Ο ίδιος δε θα χρεωθεί την παράταση του Μνημόνιου, θα κάνει άνετη αντιπολίτευση και θα περιμένει να πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ σαν ώριμο φρούτο. Να απαξιωθεί όπως απαξιώθηκε το ΠΑΣΟΚ μετά το 2012. Ομως, η επιλογή δεν είναι δική του. Είναι του Τσίπρα. Κι επειδή ο Μητσοτάκης δεν μπορεί να γνωρίζει σε τι επιλογές θα οδηγηθούν οι Τσιπραίοι, κάτω από το βάρος που τους φορτώνουν οι ιμπεριαλιστές δανειστές, ο Μητσοτάκης λέει το «υπογράψτε τα μέτρα που σας ζητούν ή πηγαίνετε αμέσως σε εκλογές, για ν' αναλάβουμε εμείς».
Δεν είναι μπλόφα, είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει ένα κόμμα της αντιπολίτευσης, που εκ των πραγμάτων δεν έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Προσπαθεί να «κάψει» το σκηνικό «ηρωικής εξόδου», το οποίο ενδεχομένως να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ποια είναι τα σχέδια των Τσιπραίων; Το μόνο για το οποίο είμαστε σίγουροι είναι πως δεν έχουν κανένα σχέδιο. Θέλουν να κρατηθούν στην εξουσία, όμως γνωρίζουν πως αυτό εξαρτάται πρώτιστα από τους ιμπεριαλιστές δανειστές. Αν αυτοί έχουν αποφασίσει να τους «τελειώσουν», απαιτώντας όχι μόνο επέκταση του Μνημόνιου (με τον καθορισμό υψηλών «πρωτογενών πλεονασμάτων» για μια περίοδο 5-10 ετών μετά το 2018 και την επέκταση του «κόφτη» γι' αυτό το διάστημα), αλλά και προκαταρκτική ψήφιση των μέτρων, τότε μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει άλλη επιλογή από το να πάει σε εκλογές, δίνοντας σ' αυτή την επιλογή το χαρακτήρα «ηρωικής αντίστασης σε παράλογες απαιτήσεις». Αν οι ιμπεριαλιστές δεν έχουν τέτοια πρόθεση, αλλά απλώς ασκούν το μέγιστο της πίεσης για να φέρουν τα πράγματα σε ένα «ρεαλιστικό επίπεδο», τότε το πιθανότερο (για να μην πούμε το σίγουρο) είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα κλείσει συμφωνία και θα την επενδύσει με την καθιερωμένη σε τέτοιες περιπτώσεις προπαγάνδα: «δεν ψηφίσαμε μέτρα όπως απαιτούσε το ΔΝΤ, προστατέψαμε την ηρεμία ώστε να μην ανακοπεί το αναπτυξιακό μομέντουμ κτλ».
Είναι αυτό που ο Φλαμπουράρης είπε με το δικό του τρόπο: «Θα δείτε μια ανάπτυξη που θα τρίβετε τα μάτια σας».
Ολες οι μέχρι στιγμής ενδείξεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί αυτή τη λύση. Ξέρει ότι την επέκταση του Μνημονίου δεν μπορεί να την αποφύγει. Αν του ζητήσουν απλά να περιγράψει τα νέα μέτρα, αλλά όχι να τα ψηφίσει, όλα δείχνουν ότι θα το κάνει χωρίς δισταγμό. Ολες οι κινήσεις του μέχρι τώρα δείχνουν ότι δίνει μια «μάχη οπισθοφυλακών» με στόχο ν' αποφύγει μόνο την απαίτηση των ιμπεριαλιστών δανειστών για ψήφιση των νέων μέτρων. Σύμφωνα με όσα διαρρέουν (γιατί η διαπραγμάτευση είναι παρασκηνιακή), προσεγγίζει συνεχώς τις θέσεις των δανειστών, ενώ και δημόσια έχει δηλώσει ότι αποδέχεται την επέκταση του «κόφτη» (που ουσιαστικά -σε συνδυασμό με τη συμφωνία για «πρωτογενή πλεονάσματα» 3,5% μετά το 2018, που έχει ήδη αποδεχτεί- σημαίνει επέκταση του Μνημόνιου).
Ομως, από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, δεν έχει καμιά σημασία αν θα υπογράψει ο ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα πάει σε εκλογές πετώντας την «καυτή πατάτα» στα χέρια του Μητσοτάκη. Η επέκταση του Μνημονίου είναι δεδομένη και στις δύο περιπτώσεις. Κι αυτό δε λύνεται με εκλογές.
Σχόλια