Τι ισχύει στην «Κοινωνική Συμφωνία Κυβέρνησης και Εθνικών Κοινωνικών Εταίρων» για την επεκτασιμότητα, τη μετενέργεια και την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις ΣΣΕ

 


Επεκτασιμότητα μιας ΣΣΕ σημαίνει ότι οι όροι που συμφωνήθηκαν μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών ισχύουν για όλον τον κλάδο, ακόμη και για εργαζόμενους και εργοδότες που δεν είναι μέλη των οργανώσεων που υπέγραψαν την εν λόγω συλλογική σύμβαση, δημιουργώντας έτσι ένα ενιαίο πλαίσιο σεβαστό εκατέρωθεν. Σε εποχές προμνημονιακές (Ν. 1876/1990) η επεκτασιμότητα του υποχρεωτικού χαρακτήρα των ΣΣΕ σε έναν κλάδο γινόταν από τον αρμόδιο υπουργό.

Τα μνημόνια ανέστειλαν μέχρι το 2018 την αρχή της επεκτασιμότητας, με αποτέλεσμα να μένουν ακάλυπτοι χιλιάδες εργαζόμενοι, ενώ οι μισθοί στον ίδιο κλάδο συμπιέζονταν πάντα προς τα κάτω. Το ψευδεπίγραφο «τέλος των μνημονίων» επανάφερε μεν την επεκτασιμότητα των ΣΣΕ, αλλά με μια βασική προϋπόθεση: για να γίνει δυνατή η επέκταση μιας συλλογικής σύμβασης, έπρεπε οι εργοδοτικές οργανώσεις που την υπέγραψαν να καλύπτουν το 50% των εργαζομένων του κλάδου. Το πλαίσιο γινόταν ακόμα πιο θολό και δυσμενές για τους εργαζόμενους, όταν η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έδωσε τη δυνατότητα στους εργοδότες να μην καταθέτουν τα στοιχεία τους στα μητρώα των κλάδων, με αποτέλεσμα να μη διαπιστώνεται ποτέ αν ικανοποιείται αυτό το 50% των εργαζομένων και, έτσι, να δίνεται η δυνατότητα στους εργοδότες να μπλοκάρουν εκ των προτέρων την όποια δυνατότητα επεκτασιμότητας.

Με τη νέα πολύκροτη «κοινωνική συμφωνία» μεταξύ Υπουργείου Εργασίας, εργοδοτών και ΓΣΕΕ, το απαιτούμενο ποσοστό των εργαζομένων για την επέκταση γίνεται 40%, ενώ το ποσοστό θα μηδενίζεται αν τη ΣΣΕ υπογράψουν η ΓΣΕΕ και ο τριτοβάθμιος εθνικός εταίρος στον οποίο ανήκει το σωματείο των εργαζομένων.

Συνεπώς, όχι μόνο διατηρήθηκε ένα (κατά τι μικρότερο) ποσοστό ως προϋπόθεση, αλλά δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη για την προστασία της επεκτασιμότητας από την τακτική των εργοδοτών να αποχωρούν από τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, προκειμένου να ρίξουν το ποσοστό εκπροσώπησης και να καταστήσουν στην πράξη ανενεργή την αρχή της επεκτασιμότητας. Παράλληλα, διατηρούνται μια σειρά άλλες μνημονιακές απαιτήσεις από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως η κατάθεση έκθεσης ανταγωνιστικότητας (δηλ. κερδοφορίας των επιχειρήσεων), που θεωρητικά θα δικαιολογεί την όποια επεκτασιμότητα.

Χωρίς ουσιαστική αλλαγή η μνημονιακή ρύθμιση για τη μετενέργεια των ΣΣΕ

Μετενέργεια είναι η «μεταφορά» και η διατήρηση στο ακέραιο του συνόλου των δικαιωμάτων ενός εργαζομένου στην ατομική του σύμβαση μετά τη λήξη μια συλλογικής σύμβασης εργασίας.

Πριν τα μνημόνια, η μετενέργεια ίσχυε για διάστημα 6 μηνών από τη λήξη της ΣΣΕ. Με τα μνημόνια, το χρονικό διάστημα μειώθηκε στο μισό (3 μήνες), αφήνοντας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τους εργαζόμενους ακάλυπτους και έκθετους σε πιέσεις για ατομικές συμβάσεις με χαμηλότερους μισθούς (συνήθως τον κατώτατο) και δυσμενέστερες συνθήκες εργασίας. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι εργοδότες και επέβαλαν ατομικές συμβάσεις εργασίας με κομμένους μισθούς στους εργαζόμενους

Η τριμερής συμφωνία δεν φέρνει ουσιαστική αλλαγή για την μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων: η τρίμηνη μετενέργεια παραμένει σε ισχύ, με αποτέλεσμα οι συνδικαλιστικοί φορείς να έχουν ελάχιστο χρόνο προετοιμασίας και διαπραγμάτευσης για σύναψη διάδοχης ΣΣΕ.

Ταυτόχρονα, είναι δεδομένο ότι σ’ αυτό το διάστημα θα υπάρχουν τεράστιες πιέσεις σύναψης ατομικών συμβάσεων εργασίας, ώστε οι εργοδότες να επιβάλουν δυσμενείς όρους και να αξιοποιήσουν το αντεργατικό πλαίσιο του νόμου Κεραμέως, οδηγώντας σε περαιτέρω ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας (13ωρο κτλ.). Είναι τουλάχιστον παραπλάνηση της κοινής γνώμης να προβάλλεται ως επιτυχία το γεγονός ότι ο εργοδότης δεν μπορεί μονομερώς να αλλάξει τους όρους της σύμβασης που έληξε, καθώς όλες οι αντεργατικές διατάξεις πλέον μπορούν να εφαρμοστούν στο τραπέζι της ατομικής διαπραγμάτευσης, με τη «σύμφωνη γνώμη» των εργαζομένων…

Αν και αυτά θα είναι τα αποτελέσματα από τη μετενέργεια των ΣΣΕ που προβλέπει η «κοινωνική συμφωνία», ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ για να δικαιολογήσει τη συναίνεσή του και σ’ αυτή την αντεργατική ρύθμιση δε δίστασε να καταφύγει στο ψέμα ότι η «μετενέργεια επανήλθε στα προ μνημονίου επίπεδα, άρα δεν αποτελεί ένα όπλο εκβιασμού από τους εργοδότες»!

Απείραχτη η μνημονιακή ρύθμιση που έκανε ανεφάρμοστη την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις ΣΣΕ

Η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις ΣΣΕ θεσπίστηκε με το άρθρο 7 του Ν.1876/1990 και προβλέπει ότι αν ένας εργαζόμενος καλύπτεται ταυτόχρονα από περισσότερες ΣΣΕ (π.χ. κλαδική και επιχειρησιακή), τότε εφαρμόζεται η ρύθμιση που του παρέχει καλύτερους όρους εργασίας.

Εφαρμόζεται δε όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Συνεπώς, αν μια επιχειρησιακή ΣΣΕ προβλέπει ευνοϊκότερους όρους από την αντίστοιχη κλαδική, τότε υπερισχύουν οι πρώτοι.

Ωστόσο, τα μνημόνια έφεραν μια σωρεία εξαιρέσεων που, ουσιαστικά, έκαναν ανεφάρμοστη την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Έτσι, με τη μνημονιακή ρύθμιση μπορούν πχ να εφαρμόζονται χειρότερες ΣΣΕ σε επιχειρησιακό και τοπικό επίπεδο από τις αντίστοιχες κλαδικές.

Η «κοινωνική συμφωνία κυβέρνησης και εθνικών κοινωνικών εταίρων» δεν άλλαξε τίποτε και σε αυτό το καίριο ζήτημα εφαρμογής των ΣΣΕ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σιδηρόδρομοι

Οἱ ὑπόλοιποι τι φταῖμε;

Αδίστακτοι για χάρη της λιτότητας