Αυτοδιαχείριση Εργατική απελευθέρωση ή τυρί στη φάκα του καπιταλισμού;
Μέρος 7ο
Η ελληνική εμπειρία: «Προβληματικές»
Από την «κοινωνικοποίηση» στις απολύσεις
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 έφερε νέο άνεμο στην εξουσία του κεφαλαίου στην Ελλάδα. Η αυταρχική εξουσία που επικρατούσε για πολλά χρόνια αντικαταστάθηκε από τη σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση καρά τα πρότυπα των αντίστοιχων της Ευρώπης εκείνης της περιόδου.
Αντεργατική «κοινωνικοποίηση»
Κεντρικό σύνθημα της νέας κυβέρνησης αποτέλεσαν οι λεγόμενες «κοινωνικοποιήσεις» που θεσμοθετήθηκαν το 1982 με το νόμο 1365 για την «Κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας». Στο άρθρο 1 αυτού του νόμου θεσμοθετείται η «συμμετοχή στην διοίκηση και στη χάραξη της στρατηγικής, στον προγραμματισμό και στον έλεγχο, εκπροσώπων: α. του Κράτους β. της Τοπικής Αυτοδιοίκησης γ. των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στον κλάδο ή στον τομέα ή στην περιφέρεια ή στο σύνολο της χώρας δ. των κοινωνικών φορέων και οργανώσεων που εξυπηρετούνται ή επηρεάζονται άμεσα από τις επιχειρήσεις αυτές, ε. νομικών ή φυσικών προσώπων που κατέχουν μετοχές της επιχείρησης».
Ανεξάρτητα αν το άρθρο 4 του νόμου αυτού αναιρούσε ουσιαστικά το δικαίωμα στην απεργία, αφού απαιτούσε η απόφαση για την κήρυξή της να λαμβάνεται «ύστερα από μυστική ψηφοφορία με την παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου και την επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας και του εκλογικού βιβλιαρίου» (!) και μάλιστα από την απόλυτη πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών (!!), οι «κοινωνικοποιήσεις» αποτέλεσαν προπαγανδιστικό χαρτί της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης για κάμποσα χρόνια.
Κρατικοποίηση των «προβληματικών»
Από το 1983 στο χορό της «κοινωνικοποίησης» άρχισαν να μπαίνουν μια σειρά ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις που ήταν καταχρεωμένες στις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία με ποσά πολλαπλάσια του μετοχικού τους κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ΛΑΡΚΟ του Μποδοσάκη, που χρωστούσε στις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία ποσό οχταπλάσιο του μετοχικού της κεφαλαίου (8 δισ. δραχμές στις τράπεζες και 500 εκατ. στα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ το μετοχικό της κεφάλαιο ήταν μόλις 1.16 δισ. δραχμές). Στον ίδιο δρόμο βάδιζαν μια σειρά μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η ΠΥΡΚΑΛ, η Πειραϊκή Πατραϊκή, η ΣΟΦΤΕΞ, η ΦΙΞ, τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά κ.ά. με χιλιάδες εργαζόμενους. Οι επιχειρήσεις αυτές ονομάστηκαν «προβληματικές», γιατί είτε δεν επέφεραν τα αναμενόμενα κέρδη στους ιδιοκτήτες τους είτε κατέρρεαν λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης που διερχόταν η χώρα εκείνη την περίοδο. Προκειμένου να απαλλαγούν οι καπιταλιστές από τα χρέη τους με το φόρτωμά τους στις πλάτες του λαού, αλλά και για την καλλιέργεια της αυταπάτης ότι οι επιχειρήσεις αυτές γίνονται πλέον ιδιοκτησία «όλου του λαού», το ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να τις κρατικοποιήσει. Πλήρωσε μάλιστα αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες τους κι έριξε τα χρέη στις πλάτες του κρατικού προϋπολογισμού κι από ‘κει στις πλάτες του εργαζόμενου λαού μέσω της φορολογίας και της λιτότητας που επιβλήθηκε μετά το 1985.
Μ’ αυτό τον τρόπο η ελληνική σοσιαλδημοκρατία αφενός ενσωμάτωσε τον ριζοσπαστισμό της εργατικής τάξης μετά την πτώση της χούντας και αφετέρου της καλλιέργησε την αυταπάτη ότι υπάρχει ειρηνικός δρόμος προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι «προβληματικές» μόνο σοσιαλιστικές επιχειρήσεις δεν έγιναν. Από την ιδιοκτησία ενός μεμονωμένου καπιταλιστή πέρασαν στον έλεγχο του «συλλογικού καπιταλιστή» που είναι το αστικό κράτος.
«Εργατικός έλεγχος» ίσον συνυπευθυνότητα
Χέρι-χέρι με την «κοινωνικοποίηση» των προβληματικών πήγαινε και ο «εργατικός έλεγχος», που δεν ήταν παρά η συμμετοχή «εκπροσώπων» των εργατών στη διοίκηση της επιχείρησης. Οι εργατοπατέρες πήραν στα σοβαρά το νέο ρόλο τους. Αποδέχτηκαν μάλιστα «να ρίξουν νερό στο κρασί τους» για να δουλέψουν για το νέο τους αφεντικό, όπως ο Γ. Κοντάκης, πρόεδρος του σωματείου Σκαραμαγκά, ο οποίος δήλωνε τα εξής αποκαλυπτικά σε συνέντευξή του στον «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» στις 3/4/1986: «Εμείς θεωρούμε ότι σ' αυτή την κρίση μπορούμε να προσφέρουμε. Να προσφέρουμε όχι με το να ξεχάσουμε όσα αιτήματα μας είχαν ενώσει τόσα χρόνια, που τα διεκδικούσαμε από τον προηγούμενο εργοδότη, αλλά απλά (επειδή ξέρουμε ότι το κόστος εξαγοράς από το κράτος είναι πολύ μεγάλο) ετεροχρονίσαμε λιγάκι, μακρύναμε λίγο αυτή μας τη διεκδίκηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την ξεχάσαμε... Η εταιρία μας πέταξε το γάντι, λέγοντάς μας να συμμετέχουμε και εμείς και να κάνουμε τις προτάσεις μας, και, από δω και πέρα, νομίζω πως είναι και λίγο ευθύνη δική μας. Εμείς έχουμε αποδεχτεί αυτή τη συμμετοχή και θα βοηθήσουμε.... Επομένως γνωρίζουμε πολύ καλά ότι χρηματοδότης είναι ο έλληνας φορολογούμενος. Σ' αυτόν μπορούμε να' μαστε ανεκτικοί. Δεν θα είμαι ανεκτικός, σαν συνδικαλιστής σ' έναν ιδιώτη».
Συνυπεύθυνος στο χαντάκωμα του εργατικού κινήματος ήταν και ο Περισσός. Διαβάστε πώς ζητούσε από την κυβέρνηση να εξυγιάνει την ΣΟΦΤΕΞ: «Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να προχωρήσει στην εξυγίανση και της ΣΟΦΤΕΞ. Τότε να είναι σίγουρη πως "οι εργαζόμενοι στο χαρτί θα βοηθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις στην υλοποίηση του ενιαίου φορέα στη χαρτοβιομηχανία, που αποτελεί το πρώτο θετικό βήμα για το πέρασμα των μέσων παραγωγής στα χέρια τους" όπως τονίζεται στο ψήφισμα της σύσκεψής τους που έχει σταλεί στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας» («Ριζοσπάστης» 30/11/1983).
Λίγους μήνες αργότερα, ο Περισσός εκδίδει ολοκληρωμένη άποψη με μια ανακοίνωση του ΠΓ την 1.7.1984, που δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» στις 3.7.1984. Τα βασικά αιτήματα που διατύπωναν ήταν τα παρακάτω: 1. Να μην ξαναγυρίσουν οι καπιταλιστές στις προβληματικές, 2. «Να κατοχυρωθεί τυπικά και ουσιαστικά ο εθνικοποιημένος χαρακτήρας τους». 3. «Πραγματική συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη των αποφάσεων» και 4. «Δημοκρατικός διαχειριστικός έλεγχος (με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων)». Αυτοί ήταν οι άμεσο στόχοι κατά τον Περισσό. Αντί να παλέψει για την διατήρηση των θέσεων εργασίας, χωρίς μείωση του μεροκάματου, με δήμευση της περιουσίας των καπιταλιστών που είχαν χρεοκοπήσει τις επιχειρήσεις τους, για να πληρωθούν οι εργάτες ανεξάρτητα από την «βιωσιμότητα» της κάθε επιχείρησης, ο Περισσός έλεγε φανταχτερά λόγια που δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να γίνουν πραγματικότητα.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε τόμους ολόκληρους με τις δηλώσεις των συνδικαλιστικών στελεχών όλου του κυρίαρχου φάσματος εκείνης της περιόδου, αλλά νομίζουμε ότι δεν έχει σημασία. Από τα παραπάνω μπορεί κανείς να πάρει μια ιδέα για το κλίμα που επικρατούσε.
Εντατικοποίηση και απολύσεις
Το αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθεί στους εργάτες η αντίληψη ότι αποτελούσαν συνιδιοκτήτες. Αποδέχτηκαν λοιπόν, στο όνομα της αύξησης της παραγωγικότητας για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, την εντατικοποίηση της δουλειάς και την καταπάτηση βασικών συνδικαλιστικών τους δικαιωμάτων (π.χ. της απεργίας), προκειμένου να βάλουν πλάτη και να «ορθοποδήσει» η επιχείρηση. Διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι το αστικό κράτος είναι ένας υπερταξικός σχηματισμός που λειτουργεί για το «κοινό» συμφέρον.
Ανοδος της παραγωγής μέσω εντατικοποίησης της εργασίας, σε συνθήκες εργασιακής ειρήνης, ήταν ο στόχος του «εργατικού ελέγχου» από την κυβέρνηση και την αστική τάξη. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγώνια δηλαδή. Και τα πέτυχαν: «Σύμφωνα με επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, οι προβληματικές επιχειρήσεις που είναι ενταγμένες στο φορέα (σ.σ στον Οργανισμό Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων που έφτιαξε το κράτος για να τις "εξυγιάνει") αύξησαν τις συνολικές πωλήσεις τους στο εσωτερικό κατά 50% σε σχέση με το 1984. Το ίδιο διάστημα οι πωλήσεις τους στο εξωτερικό αυξήθηκαν κατά 66%. Παρ' όλες αυτές τις εξελίξεις που πραγματοποιήθηκαν με την αυτοθυσία και τη δουλειά των εργαζομένων...» (Εισήγηση της Επιτροπής στη Συνδιάσκεψη Σωματείων Προβληματικών Επιχειρήσεων, Αθήνα, 12.6.1986).
Η αυτοθυσία και η δουλειά των εργαζόμενων δεν τους βοήθησε και πολύ. Αντίθετα, ορισμένα στελέχη - τσιράκια των προηγούμενων ιδιοκτητών όχι μόνο δεν πετάχτηκαν έξω, αλλά ταϊστήκαν καταλλήλως από τα «κοινωνικοποιημένα» εργοστάσια. Οπως στην ΠΥΡΚΑΛ που ακόμα και μετά την «κοινωνικοποίηση» τα στελέχη του Μποδοσάκη στην οικονομική και διοικητική διοίκηση παρέμειναν κανονικά στη θέση τους. Στη δε ΑΓΕΤ, τα στελέχη που έλυναν και έδεναν την εποχή των Τσάτσων όχι μόνο παρέμειναν αλλά τον Απρίλη του 1983 πήραν χαριστική αύξηση των αποδοχών τους, τη στιγμή που έμεναν ανικανοποίητα τα οικονομικά αιτήματα των εργατών!
Από το 1986 που ξεκίνησε νέος κύκλος κρίσης, χτυπώντας πρώτα απ' όλα την βιομηχανική παραγωγή, άρχισε σταδιακά η λεγόμενη «εξυγίανσή» τους από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, κατά τη δεύτερη τετραετία διακυβέρνησης του. Η «εξυγίανση» των προβληματικών σήμαινε απεμπλοκή του κράτους από τη λειτουργία τους, είτε μέσω του κλεισίματος των μη κερδοφόρων είτε μέσω του ξεπουλήματος των κερδοφόρων σε ιδιώτες καπιταλιστές. Και στις δυο περιπτώσεις «εξυγίανση» σήμαινε χιλιάδες απολύσεις για τους εργάτες που δούλευαν σ' αυτές τις επιχειρήσεις.
Η αρχή έγινε στη ΛΑΡΚΟ το 1987 (δέκα χρόνια μετά τη μεγάλη απεργία). Το επόμενο διάστημα ακολού-θησαν και άλλες «προβληματικές». Επόμενο ήταν ν’ αναπτυχθεί κίνημα για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας που απειλούνταν να καταργηθούν και αφορούσαν πάνω από 6.500 εργάτες.
Το κίνημα των «προβληματικών»
Τα στελέχη της καθεστωτικής αριστεράς και η συνδικαλιστική γραφειοκρατεία όρμηξαν στους εργάτες μη τυχόν και σπάσουν την αστική νομιμότητα. Ο Θ. Παφίλης (στέλεχος του ενιαίου τότε ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ) έλεγε το Σεπτέμβρη του 1990 στους εργάτες της ΛΑΡΚΟ, όπου αναπτύχθηκε το πρώτο αγωνιστικό κίνημα με αποκλεισμούς δρόμων: «Νόμος δεν είναι μόνο το δίκιο του εργάτη, αλλά και το δίκιο του αγρότη που τον εμποδίζετε να πάει στο χωράφι του». Ετσι αποτράβηξαν τους εργάτες από τους δρόμους και τους έκλεισαν στα ουσιαστικά εγκαταλελειμμένα εργοστάσια. Η απομόνωση στα εργοστάσια και η έλλειψη οποιασδήποτε σύνδεσης με τον αγώνα σε άλλες προβληματικές άρχισαν να φέρνουν την απογοήτευση, ενώ η πείνα οδήγησε σε αναζήτηση λύσεων επιβίωσης.
Οι εργάτες σπρώχτηκαν να παραλάβουν τα χαρτιά των απολύσεών τους, δηλώνοντας «με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος» τάχα για να μη χάσουν το ειδικό ταμείο 12μηνης επιδότησης ανεργίας. Η μετέπειτα πρόεδρος του Συνασπισμού, η Δαμανάκη, στέλεχος του Περισσού τότε, έφτασε στο σημείο να εκστομίσει χωρίς ντροπή τα παρακάτω λόγια στους εργάτες της Πειραϊκής-Πατραϊκής που έκαναν κατάληψη: «Είναι άλλο πράγμα αν η εταιρία παρουσιάσει μελέτες για νέα μηχανήματα από τις οποίες να προκύπτει ότι πράγματι περισσεύουν εργαζόμενοι. Αν αυτό συμβεί, τότε θα πρέπει να γίνει συζήτηση με το σωματείο για τα κοινωνικά κριτήρια με βάση τα οποία θα γίνουν απολύσεις» («Ριζοσπάστης», 29.9.1990).
Το Σεπτέμβρη με Οκτώβρη του 1991 κύματα εργατικής αντίστασης σάρωσαν και πάλι τις «προβληματικές». Στην Κοζάνη, στο Αίγιο, στην Πάτρα, το Λαύριο και το Βόλο, οι εργάτες έδωσαν σκληρό αγώνα για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη δουλειά. Δυστυχώς, όμως, ούτε και τότε έγινε κατορθωτό να ξεπεραστεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και να χαραχτεί ένας σαφής ταξικός προσανατολισμός. Ετσι το «Μολών λαβέ» που έγραφε το πανό στην πύλη της Πειραϊκής-Πατραϊκής, κατέληξε να γίνει σύντομα κάποιες εκατοντάδες απολύσεις και να βρίσκονται πάλι οι «τυχεροί» εκείνου του σαρώματος μπροστά στο ίδιο πρόβλημα.
Η ιδεολογία της «ανάπτυξης» και της «βιωσιμότητας» παρέμεινε κυρίαρχη. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μάλλον ήταν η περίπτωση της ΕΒΟ. Εκεί οι σοσιαλδημοκράτες (κι από κοντά οι τοπικοί σύμμαχοί τους, οι διαγραμμένοι του Περισσού στην Πάτρα, που είχαν δημιουργήσει την οργάνωση ΕΑΜ) επιδόθηκαν σ' ένα κρεσέντο εθνοκαπηλείας και μιλιταρισμού, για την ΕΒΟ που αποτελεί διαμάντι της «εθνικής μας άμυνας» και στυλοβάτη της «εθνικής μας ανεξαρτησίας» και άλλα συναφή. Επόμενο ήταν το κίνημα των προβληματικών να ηττηθεί και οι θεωρίες περί «κοινωνικοποίησης», «πρώτου βήματος για την απόκτηση των μέσων παραγωγής από τους εργάτες» να καταρρεύσουν. Πολλές πρώην προβληματικές επιχειρήσεις παραδόθηκαν ξανά στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς τους «περιττούς» εργάτες. Οι «άγριες και αντικοινωνικές απεργίες» που στηλιτεύτηκαν από τη συγκυβέρνηση Ζολώτα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ενιαίος ΣΥΝ) δεν κατόρθωσαν να πετύχουν το στόχο τους, αφού χαντακώθηκαν εξαρχής από την ιδεολογική κυριαρχία του ρεφορμισμού μέσα στο εργατικό κίνημα.
Συνεχίζεται..
Σχόλια